Τα μεταπολεμικά οικονομικά συστήματα: των Σταθερών Ισοτιμιών ( Bretton Woods) και των Κυμαινόμενων Ισοτιμιών

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ανθρωπότητα γνώρισε μία περίοδο μεγάλης νομισματικής αστάθειας, η οποία  περιελάμβανε – με τον καλπάζοντα πληθωρισμό –  ραγδαίες πληθωριστικές τάσεις στις τιμές των αγαθών, με αποτέλεσμα  να υπάρχουν μεγάλες μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες των κρατών

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι  συμμαχικές χώρες που βγήκαν νικητές από τον πόλεμο, μεταξύ των οποίων οι  Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ),  Βρετανία και Γαλλία , πραγματοποίησαν μία  χρηματοοικονομική και νομισματική Διάσκεψη από 1η έως 22 Ιουλίου του 1944 στην περιοχή του  Μπρέτον Γουντς των  ΗΠΑ, με σκοπό να σχεδιάσουν ένα σταθερό νομισματικό σύστημα για την μεταπολεμική εποχή. Εκεί αποφασίστηκε η δημιουργία ενός οικονομικού συστήματος σταθερων ισοτιμιών, το οποίο υιοθετήθηκε ως σύστημα του Μπρέτον Γουντς.

Στη Διάσκεψη αυτή, που έγινε με την πρωτοβουλία του Αμερικανού Προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ,  συμμετείχαν 730 αντιπρόσωποι  44 χωρών και μεταξύ αυτών, ως αρχιτέκτονας του συστήματος, ο  σπουδαιότερος οικονομολόγος Τζων Κέυνς, ο οποίος εκπροσωπούσε την Αγγλία. Την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, διοικητής τότε της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ συμμετείχε στη Διάσκεψη και ο νέος τότε  οικονομολόγος Ανδρέας Παπανδρέου, που διέμενε στις ΗΠΑ.

Στο  Μπρέτον Γουντς αποφασίστηκε η δημιουργία ενός συστήματος, που προσδιόριζε σταθερές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων, βασισμένο στο ελεύθερο εμπόριο και τη νομισματική συνεργασία των κρατών. Το σύστημα αυτό έμεινε στην ιστορία ως “χρυσή περίοδος” της μεταπολεμικής περιόδου, όπου η παγκόσμια ιστορία γνώρισε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης σε συνθήκες νομισματικής σταθερότητας.

Στο Μπρέτον Γουντς  αποφασίστηκε ακόμη η ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας, για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη των  πιο αδύναμων χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο, καθώς και η δημιουργία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), με σκοπό να βοηθήσει στην ενίσχυση ρευστότητας στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.

Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ίσχυε ο Κανόνας Χρυσού, για τον καθορισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, στο διεθνές εμπόριο. Σύμφωνα με τον Κανόνα Χρυσού, κάθε χώρα  καθόριζε μία συγκεκριμένη ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος με τον χρυσό. Ωστόσο, με το σύστημα αυτό, δημιουργήθηκαν νομισματικά προβλήματα που είχαν προκύψει κατά την μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, με αποτέλεσμα την κατάργησή του.

Μετά τον πόλεμο, οι ΗΠΑ είχαν γίνει οικονομικά η πιο ισχυρή χώρα παγκοσμίως, και με την επιρροή της συμφωνήθηκε ότι το νέο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα θα πρέπει να βασίζεται στο αμερικανικό δολάριο, το οποίο ήταν προκαθορισμένο στα 35 δολάρια ανά ουγγιά χρυσού ( μία ουγγιά = 28,35 γραμμάρια). Έτσι, αποφασίστηκε να τεθεί ως κεντρική ισοτιμία του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος το δολάριο των ΗΠΑ  συνδεδεμένο  με τον χρυσό,  με  σταθερή αναλογία 35 δολάρια ανά ουγγιά χρυσού. Τα δε νομίσματα των άλλων χωρών ορίζονταν με βάση το αμερικανικό δολάριο, οπότε οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν τεχνητά καθορισμένες.

 Ωστόσο, οι συμβαλλόμενες χώρες που είχαν προσδεδεμένα τα  εθνικά  τους νομίσματα με το  αμερικανικό δολάριο, δεσμεύτηκαν ότι οι  όποιες διακυμάνσεις των ισοτιμιών τους  θα γίνονται σε πολύ περιορισμένο εύρος, ωστε να αποφεύγονται οι νομισματικές ανισορροπίες.

Κατά συνέπεια, όταν μία χώρα ήθελε να αλλάξει τη συναλλαγματική της ισοτιμία έπρεπε να ακολουθήσει μία διαδικασία, βάσει της οποίας προειδοποιούσε δημοσίως ότι επρόκειτο να προβεί στην αλλαγή της ισοτιμιας της έναντι των άλλων νομισμάτων, είτε ενισχύοντας την αγοραστική της δύναμη, δηλαδή κάνοντας ανατίμηση του νομίσματός της είτε μειώνοντας την αγοραστική της δύναμη, δηλαδή προβαίνοντας στην υποτίμηση του νομίσματός της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, με την εισαγωγή του νέου συστήματος 28 χώρες υπότίμησαν άμεσα τα νομίσματά τους έναντι του δολαρίου, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές..

Όταν με την πάροδο του χρόνου επανέκαμψε το διεθνές εμπόριο και οι οικονομίες των χωρών άρχισαν να βελτιώνονται, η ζήτηση του χρυσού άρχισε να αυξάνεται δυσανάλογα, με αποτέλεσμα στη δευτερογενή αγορά χρυσού η τιμή του να ανεβαίνει και να υπερβαίνει την επίσημη προκαθορισμένη. 

Το σύστημα αυτό των σταθερών ισοτιμιών, το αποκαλούμενο ως σύστημα του Μπρέτον Γουντς, παρέμεινε σε εφαρμογή έως και το 1973.  Λόγω, όμως, των αυξανόμενων πιέσεων της παγκόσμιας ζήτησης των χωρών σε χρυσό, και της συνακόλουθης μείωσης των αποθεμάτων χρυσού στις ΗΠΑ, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, το 1971 αναγκάστηκε να αναστείλει μονομερώς το σύστημα αυτό – που παρέμεινε ακόμη δύο χρόνια σε λειτουργία – ακυρώνοντας έτσι την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και, συνεπώς, αφέθηκε αυτό να κυμαίνεται ελεύθερα. Οι υπόλοιπες χώρες, ακολουθώντας  την απόφαση των ΗΠΑ, στράφηκαν και αυτές στην ελεύθερη διακύμανση των νομισμάτων τους. Ετσι, τέθηκε σε εφαρμογή το νέο ισχύον σήμερα οικονομικό  σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών.

Το σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών καθοδηγείται από την αγορά και οι ισοτιμίες των νομισμάτων αλλάζουν γρήγορα, ακόμα και σε μία ημέρα, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ανά πάσα στιγμή. Αυτό συμβαίνει επειδή η διεθνής αγορά συναλλάγματος παρακολουθεί στενά τις οικονομικές εξελίξεις σε κάθε χώρα και προσαρμόζει τις ισοτιμίες κάθε φορά που σημειώνεται μία σημαντική αλλαγή στην οικονομία της χώρας.

Επομένως, με το ισχύον σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών, εάν η οικονομία μιας χώρας είναι ισχυρή, με βαριά βιομηχανία και εξωστρέφεια, δηλαδή με μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις οικονομίες άλλων χωρών, τότε το νόμισμά της γίνεται ισχυρότερο και έτσι, μπορεί να αγοράσει περισσότερο ξένο συνάλλαγμα. Αντίθετα, όταν η οικονομία μιας χώρας είναι αδύναμη, με περιορισμένους οικονομικούς πόρους και, κατά βάση, εισαγωγική, τότε το νόμισμά της εξασθενεί και, επομένως, η χώρα αυτή αδυνατεί να προβεί στην αγορά του αναγκαίου  ξένου συναλλάγματος.

 Αυτό απεικονίζεται στο Ισοζύγιο Πληρωμών που τηρείται σε κάθε χώρα. Όλες οι συναλλαγές μιας χώρας που γίνονται με τον υπόλοιπο κόσμο –  οι οποίες συμπεριλαμβάνουν, τόσο τις εμπορικές όσο και τις χρηματοοικονομικές ροές – , καταγράφονται στο Ισοζύγιο Πληρωμών ή αλλιώς στο Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών, το οποίο τηρείται στην Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας (Τράπεζα της Ελλάδος). Το Ισοζύγιο  Πληρωμών περιλαμβάνει δύο βασικές κατηγορίες: το Ισοζύγιο Τρεχουσων Συναλλαγών, οπου καταγραφονται οι εισαγωγες και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της χώρας, και το Ισοζύγιο Κεφαλαίου, όπου καταγράφονται οι εισροές και εκροές κεφαλαίων

Συνεπώς, εάν μία χώρα κάνει περισσότερες εξαγωγές από τις εισαγωγές της, σε χρηματικούς όρους, τότε έχει πλεόνασμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, γεγονός που τείνει να ενισχύει το νομισμά της (ανατίμηση), έναντι των άλλων νομισμάτων. Αντίθετα, εάν κάνει περισσότερες εισαγωγές από τις εξαγωγές της, τότε έχει έλλειμμα στο Ισοζύγιό της, γεγονός που αποδυναμώνει την οικονομία της χώρας και, επομένως, τείνει  στην υποτίμηση του νομίσματός της.

 Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και το Ισοζύγιο Κεφαλαίων.  Όταν εισάγονται περισσότερα κεφάλαια π.χ  για επενδύσεις από όσα εξάγονται,  δηλαδή, όταν έχουμε καθαρή εισροή κεφαλαιου,τότε το νόμισμα της χώρας τείνει να ενισχύεται. Το αντίθετο συμβαίνει όταν οι εξαγωγές κεφαλαίων υπερβαίνουν τις εισαγωγές,  τότε έχουμε  καθαρή εκροή κεφαλαιου, οπότε το νόμισμα της χώρας τείνει να εξασθενεί και, επομένως,  οδηγείται στην υποτίμηση.

Στην Ελλάδα, την τελευταία δεκαετία, εξαιτίας των πολύ υψηλών δίδυμων ελλειμμάτων,  δηλαδή των ελλειμμάτων  στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και στο Δημόσιο Χρέος, οδηγηθήκαμε –  με την εφαρμογή των μνημονίων –  στην εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή στη μείωση μισθών, συντάξεων και, γενικά, στη μείωση των εισοδημάτων, χωρίς να επηρεαστεί το ευρώ – που έχει ως βάση τη σταθερότητα των τιμών στις χώρες της Ευρωζώνης – ,  έναντι των άλλων νομισμάτων.

 Εάν η χώρα μας βρισκόταν εκτός ευρώ, διατηρώντας  τη δραχμή, τότε θα οδηγείτο σε  διαρκή υποτίμηση, όπως οδηγήθηκε το 1983 και 1987.  Εξάλλου,ιστορικά, σε όλη σχεδόν τη μεταπολεμική περίοδο,  η δραχμή έχανε  την αξία της με τις διαρκείς διολισθήσεις έναντι των  ισχυρότερων ξένων νομισμάτων και, παράλληλα, η χώρα μας κατέφευγε σε δανεισμό για να καλύψει τα συναλλαγματικά της ελλείμματα.  Αυτό οδηγούσε σε επαναλαμβανόμενες πληθωριστικές πιέσεις και σε απώλειες των εισοδημάτων, των λαϊκών κυρίως στρωμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, στο τρέχον οικονομικό σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών, σημαντικότατο ρόλο στην αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας και, κατά συνέπεια, στην ενίσχυση του νομίσματός της, διαδραματίζει η αποτελεσματικότητα της Παραγωγικότητας και Ανταγωνιστικότητας, οι οποίες, σε συνδυασμό με άλλα βασικα οικονομικά μεγέθη, συμβάλλουν, υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, και οδηγούν στην ευημερία.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *