Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (8/4/2025), η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε το 2024 με ρυθμό οριακά χαμηλότερο σε σχέση με το 2023 και αρκετά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της περιόδου 2000-2019.
Οι μεγάλες προηγμένες οικονομίες συνέχισαν να εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους ως προς τις επιδόσεις του ΑΕΠ, ενώ οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες (Κίνα, Ρωσία), ως σύνολο, κατέγραψαν οριακή επιβράδυνση.
Οι δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές ανά τον κόσμο, αναγκάστηκαν από το 2020 και μετά να λάβουν μέτρα πρωτοφανούς έκτασης για να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις στην απασχόληση, στην ενέργεια και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, οι οποίες είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στον πληθωρισμό. Οι άμεσες συνέπειες των κρίσεων μετριάστηκαν, ωστόσο οι επιπτώσεις σε όρους εισοδήματος, επιπέδου τιμών και επιβάρυνσης των δημόσιων οικονομικών παραμένουν.
Όμως, η αμφισβήτηση βασικών αρχών που θεμελίωσαν την οικονομική σταθερότητα των τελευταίων δεκαετιών και οι εντεινόμενες εμπορικές συγκρούσεις, αυξάνουν τον κίνδυνο επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης και επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και μεγάλων εμπορικών εταίρων οδηγούν σε κάμψη της εμπιστοσύνης και επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος και επηρεάζουν αρνητικά τις εξαγωγές, την κατανάλωση και τις επιχειρηματικές προοπτικές διεθνώς.
Ενδεικτικά, αναφέρω στον πίνακα, το μερίδιο των ισχυρών κρατών παγκοσμίως, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη.
Βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της παγκόσμιας οικονομίας

Όσον αφορά την Ελλάδα, η ελληνική οικονομία, σύμφωνα πάντα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2024, συνέχισε να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και θετικές επιδόσεις, ενισχύοντας τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 2024 το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,3%, υπερδιπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χάρη στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων και των εξαγωγών υπηρεσιών, κυρίως του τουρισμού και της ναυτιλίας.
Ο γενικός πληθωρισμός συνέχισε να υποχωρεί, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής, ενώ η εμμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών εμπόδισε την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του.
Όμως, η περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2025 αναμένεται να είναι περιορισμένη, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα παραμείνει αμετάβλητος. Συγκεκριμένα, ο γενικός πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) προβλέπεται να επιβραδυνθεί οριακά στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός – είναι αυτός που δεν λαμβάνονται υπόψη οι τιμές των τροφίμων (νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα) και της ενέργειας (καύσιμα), επειδή είναι ευμετάβλητα και εποχικά – εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στο 3,6%.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας βελτιώθηκαν περαιτέρω, καθώς η αύξηση της απασχόλησης επιταχύνθηκε και η ανεργία υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαπέντε ετών, με εντεινόμενη όμως την παρατηρούμενη στενότητα στους περισσότερους κλάδους.
Στον τομέα των επενδύσεων, από το 2019 και μετά οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν σημειώσει ισχυρή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 60% το 2024 έναντι του 2019, ενώ αντίθετα στη ζώνη του ευρώ κατέγραψε οριακή μείωση (-0,4%). Ως αποτέλεσμα, η συμβολή των επενδύσεων στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μετά πανδημίας κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι μόλις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στην ευρωζώνη.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ποιοτική βελτίωση της σύνθεσης των επενδύσεων. Ειδικότερα, πριν από την κρίση χρέους σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες. Η τάση αυτή, εφόσον διατηρηθεί και συνοδευτεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική.
Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό. Η Ελλάδα μάλιστα σημειώνει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, καταγράφοντας σωρευτική μείωση άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα έτη.
Παράλληλα, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας (2020-21), η χώρα διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα επί επτά έτη, για τα έξι εκ των οποίων υψηλότερα από το 2% του ΑΕΠ, ενώ σταθερά υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους για εννέα συνεχόμενα έτη.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση που κατέγραψε τα προηγούμενα έτη, εμφάνισε μικρή επιδείνωση κατά το 2024 σύμφωνα με τους δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, τόσο ως προς τις σχετικές τιμές όσο και ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος
Η επάνοδος της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία επιβεβαιώθηκε από το σύνολο των διεθνών οίκων αξιολόγησης, επισφραγίζοντας τη θετική πορεία της οικονομίας και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Κατά τη διάρκεια του 2024 οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης άλλαξαν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) το 2024 αυξήθηκε σε 15,3 δισεκ. ευρώ (6,4% του ΑΕΠ), από 13,9 δισεκ. ευρώ (6,2% του ΑΕΠ) το 2023. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην επιδείνωση του ισοζυγίου λοιπών αγαθών (εξαιρουμένων των καυσίμων), αφού η αύξηση των σχετικών εισαγωγών ήταν υψηλότερη από εκείνη των εξαγωγών
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, όσον αφορά τις προβλέψεις, η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2025 με σταθερό ρυθμό και σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, ενώ ο πληθωρισμός θα σημειώσει μικρή περαιτέρω μείωση.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 2,3% το 2025, με κύριους προωθητικούς παράγοντες και φέτος την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση με 2% αύξηση αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία, υποστηριζόμενη από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών.
Η προβλεπόμενη περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, σε συνδυασμό με τη μείωση του πληθωρισμού και την εφαρμογή στοχευμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, αναμένεται να στηρίξουν το διαθέσιμο εισόδημα. Οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των ευρωπαϊκών πόρων, του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).
Συμπερασματικά, η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, συνεχίζοντας την πορεία σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα.
Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια συνέχισε να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και θετικές επιδόσεις, ενισχύοντας τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο και προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2025 με σταθερό ρυθμό και σημαντικά υψηλότερο, σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, ενώ ο πληθωρισμός που ταλαιπωρεί ακόμη τα νοικοκυριά, θα σημειώσει μικρή περαιτέρω μείωση.