επενδύσεις ανάκαμψη ανάπτυξης Οικονομίας

Οι επενδύσεις, μοναδικός μοχλός ανάκαμψης και ανάπτυξης της Οικονομίας μας

Το έτος που μας πέρασε, η χώρα μας επέτυχε ένα ιστορικό ρεκόρ εξωστρέφειας στα επίπεδα των 28 δισ. ευρώ, από τις εξαγωγές προϊόντων. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 15% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Αν, μάλιστα, στο ποσό αυτό προστεθούν και οι συνεισφορές του Τουρισμού, των μεταφορών και της ναυτιλίας, τότε το ποσοστό συμμετοχής της εξωστρέφειας στο σχηματισμό του ΑΕΠ ξεπερνά το 28% και αποτελεί ποσοστό που προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με την κα Χριστίνα Σακελλαρίδη, Πρόεδρο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγών (Εθνος 29/12/2013). Αυτό βέβαια, επιτεύχθηκε μέσα σε ένα σκληρό, δυσμενές και επώδυνο για τους πολίτες περιβάλλον, βίαιης λιτότητας.

Σε ένα αβέβαιο και επικίνδυνο διεθνές, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, τα διεθνή κεφάλαια αναζητούν ασφαλείς προορισμούς. Ηδη, το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τη χώρα μας είναι εντυπωσιακό. Αυτό ομολογούν οι ιθύνοντες, αλλά και εκείνοι οι ιδιώτες επενδυτές που έρχονται σε επαφή μαζί τους.

Αυτό συνηγορεί στο ότι-καθώς πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι η χώρα μας έχει πιάσει “πάτο” – ακολουθεί ο δρόμος της ανάκαμψης της οικονομίας μας. Πολλοί από τους ξένους επενδυτές, εκτιμούν ότι η χώρα μας διαθέτει μοναδικά πλεονεκτήματα και πως μετά από μία μακρά ύφεση και μία πολύ σκληρή και βίαιη προσαρμογή, τόσο στο εργατικό κόστος όσο και στις μεταρρυθμίσεις, θα σταθεί ξανά στα πόδια της.

Εξαιτίας των σκληρών και επώδυνων οικονομικών μέτρων και ειδικότερα της μείωσης του κόστους εργασίας, δηλαδή της μεγάλης μείωσης των αποδοχών των μισθωτών και συνταξιούχων, αλλά και της πολύ μεγάλης ανεργίας, που επήλθε με την απότομη συρρίκνωση πολλών χιλιάδων μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων, με την πτώση του τζίρου και το κλείσιμο των καταστημάτων τους, βελτιώθηκαν σημαντικά οι ρυθμοί ανόδου της εγχώριας ζήτησης των αγαθών και υπηρεσιών, σε σχέση με την προσφορά εισαγόμενων αγαθών. Δηλαδή, βελτιώθηκε σημαντικά το μεγάλο “άνοιγμα” των εισαγωγών-εξαγωγών, όπου οι εισαγωγές στη χώρα μας ήταν προ πενταετίας περίπου τριπλάσιες των εξαγωγών και αποτελούσαν αυτό που στην οικονομία αποκαλείται “παραγωγικό κενό”, το οποίο οδηγούσε έμμεσα σε σταδιακή άνοδο των τιμών.

Οπως είναι γνωστό, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, το οποίο είναι μέρος του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, αποτελεί τροχοπέδη της ανάπτυξης και επιβαρύνει το συνολικό εξωτερικό χρέος της χώρας. Ηδη, για πρώτη φορά από το 1948, το έτος που μας πέρασε, η χώρα μας – εκτός του δημοσιονομικού πλεονάσματος – απέκτησε πλεόνασμα και στο  Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, στέλνοντας έτσι θετικά μηνύματα στην χειμαζόμενη οικονομία μας.

Πώς θα μπορούσε να ανακάμψει η Οικονομία μας κάτω από τις τωρινές συνθήκες.

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, κάτω από τις παρούσες δύσκολες συνθήκες, απαιτεί στρατηγικές και κυρίως, μέτρα άμεσης απόδοσης, ορισμένα των οποίων είναι:

  • Η σταθεροποίηση της κατανάλωσης.
  • Ο τερματισμός επιβολής νέων φοροεισπρακτικών μέτρων.
  • Η ενεργοποίηση αποφάσεων στήριξης των εισοδημάτων.
  • Η τόνωση της απασχόλησης, για την καταπολέμηση της ανεργίας.
  • Η ενεργοποίηση των δημοσίων επενδύσεων σε έργα υποδομών.
  • Η άμεση ενίσχυση της τραπεζικής ρευστότητας.
  • Η μείωση του κόστους χρήματος, που επιβαρύνει υπέρμετρα τους δανειολήπτες, κ.ά.

Σύμφωνα με μελέτες οικονομολόγων, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μεγάλες διαφορές στην οικονομική συμπεριφορά του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με τον τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διαφορές που παρουσιάζονται στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται Balassa-Samuelson (B.S.) από τα ονόματα των οικονομολόγων που επεσήμαναν τη διαφορά αυτή.

Σύμφωνα με το φαινόμενο αυτό, έχει παρατηρηθεί ότι στις περισσότερες οικονομίες, ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζει μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας από ό,τι ο τομέας των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών και υπηρεσιών, επειδή ενδεχομένως δέχεται πιο έντονες πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού.

Ετσι, στη χώρα μας, η αύξηση της παραγωγικότητας που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια, εκδηλώνεται κυρίως στον τομέα των προϊόντων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο του διεθνούς εμπορίου, δηλαδή του διεθνούς ανταγωνισμού. Αντίθετα, ο τομέας των υπηρεσιών και μάλιστα αυτών που δεν παρουσιάζουν εξωστρέφεια, δηλαδή αυτών που δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμες, όπως π.χ. η οικοδομή (στέγαση), οι μεταφορές και συγκοινωνίες εσωτερικού, οι ασφάλειες, τα ελεύθερα επαγγέλματα (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.), τα καφέ-μπαρ, τα εστιατόρια, τα κομμωτήρια, οι δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, κ.λπ., δεν αποτελούν αντικείμενο του διεθνούς ανταγωνισμού και από έρευνες που έγιναν, συνήθως, υστερούν σε αυξήσεις παραγωγικότητας, αλλά και σε εισοδηματικές αυξήσεις. Δηλαδή, το φαινόμενο αυτό οφείλεται στη διαφορά μεταξύ των ρυθμών μεταβολής της παραγωγικότητας (σε συνδυασμό με το κόστος εργασίας) του τομέα των προϊόντων και του τομέα των υπηρεσιών.

Για να ξεπεράσει όμως την κρίση η ελληνική οικονομία, εκτός των άλλων διαρθρωτικών μέτρων – και εκτός της κατασπατάλησης και του σφετερισμού του δημοσίου χρήματος – απαιτούνται μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις και αναπτυξιακές πολιτικές. Γιατί, κυρίαρχο πρόβλημα της οικονομίας μας αποτελούν, η έλλειψη υψηλής παραγωγικότητας και μεγάλων νέων επενδύσεων, ικανών να απορροφήσουν ένα σημαντικό μέρος της ανεργίας. Επιβάλλεται, λοιπόν να ενισχυθούν ορισμένοι εξωστρεφείς κλάδοι της οικονομίας, ώστε να βελτιωθεί το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Τέτοιοι κλάδοι που συνιστούν εξωστρέφεια είναι, ο τουρισμός, η ναυτιλία, η ενέργεια, καθώς και η καλλιέργεια ορισμένων πρώιμων και βιολογικών αγροτικών προϊόντων, κυρίως οπωροκηπευτικών, τα οποία ευνοούνται από τις κλιματολογικές μας συνθήκες.

Η έρευνα που έγινε από την εταιρία του Mc Kinsey την περίοδο 2010-2011 για λογαριασμό του ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος και της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, αναδεικνύει 5 συγκεκριμένους κλάδους και 8 αναδυόμενους υπο-κλάδους της ελληνικής οικονομίας, που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν περίπου 55 δισ. ευρώ προστιθέμενης αξίας σε όρους ΑΕΠ και να προσφέρουν 520.000 νέες θέσεις εργασίας στην επόμενη δεκαετία. Η μελέτη της εταιρίας Mc Kinsey, που έγινε με τον τίτλο “Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά”, επικεντρώνεται σε πέντε παραδοσιακούς κλάδους: τουρισμός, λιανεμπόριο, ενέργεια, βιομηχανία και γεωργία. Η μελέτη υποστηρίζει ότι μεταξύ των υπο-κλάδων και τομέων, που μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της χώρας περιλαμβάνονται: η παραγωγή γεννόσημων φαρμάκων, οι υδατοκαλλιέργειες, η διαχείριση αποβλήτων, ο ιατρικός τουρισμός, η φροντίδα ηλικιωμένων, ο τομέας των τροφίμων, κ.ά.

Η επανάκαμψη, λοιπόν, της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να προσαρμοσθεί σε νέα δεδομένα. Κατά συνέπεια, οι “παραδοσιακές” αναπτυξιακές δραστηριότητες στις οποίες στηρίζονταν η οικονομία μας, δηλαδή στην ιδιωτική κατανάλωση και στην οικοδομή (στέγαση) – η οποία κάτω από τη στενή οικονομική έννοια αποτελεί και αυτή καταναλωτικό προϊόν – όπως διαφαίνεται, δεν πρόκειται να επανέλθουν άμεσα στους προηγούμενους ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, αφού παρουσιάζουν ήδη μια διαγραφόμενη, φθίνουσα και καθοδική πορεία.

Αντίθετα, οι κλάδοι και τομείς που θα προσανατολισθούν στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, κυρίως, υψηλής προστιθέμενης αξίας, με προοπτικές διάκρισης και οι οποίοι θα ακολουθήσουν ένα σημαντικό βαθμό εξωστρέφειας, θα μπορέσουν να επιβληθούν και να προσαρμοσθούν στην επικείμενη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Επομένως, για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να βελτιωθούν ξανά τα εισοδήματα των εργαζομένων, πρέπει να ενθαρρύνουμε τον ιδιωτικό παραγωγικό τομέα, να στηρίξουμε την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων και να υιοθετήσουμε την προσέλκυση νέων επενδύσεων, εγχώριων και ξένων.

 Όμως, πρέπει να βοηθηθούν και να ενισχυθούν άμεσα με ρευστότητα για να επιβιώσουν ξανά οι χειμαζόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, καθώς αποτελούν το 96% περίπου του συνόλου των επιχειρήσεων, απασχολούν το 85% του εργατικού δυναμικού και συμβάλλουν κατά 70% στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας. Η ανάκαμψη της οικονομίας δεν έρχεται, χωρίς νέες επενδύσεις, χωρίς επιχειρηματικότητα και χωρίς αποκατάσταση και βελτίωση της παραγωγικής βάσης της χώρας μας.

Ωστόσο, ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί η εξαγγελθείσα δημιουργία της “Ελληνικής Εταιρίας Επενδύσεων και Εξαγωγών” που θα προσφέρει ένα φορέα “εξωστρέφειας”. Ο φορέας αυτός θα “προωθεί” τις εξαγωγές και θα “φροντίζει” την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

Η οικονομική κρίση ανέδειξε-αυτό το οποίο όλοι μας βλέπαμε αλλά κανένας δεν μίλαγε-ότι δηλαδή η χώρα μας βρισκόταν πολύ μακριά από το μοντέλο ανάπτυξης των άλλων αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, τόσο στον ιδιωτικό καταναλωτικό τομέα όσο στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό και φοροεισπρακτικό σύστημα, στο επιχειρηματικό περιβάλλον και αλλού.

Είναι άλλο να υπεραμύνεται κάποιος το ρόλο του  κράτους σε ευαίσθητους τομείς, όπως π.χ. είναι η υγεία, η παιδεία και η ασφάλεια, και είναι διαφορετικό να θεωρεί κάποιος ότι το δημόσιο είναι ο μοναδικός αποτελεσματικός πυλώνας της χώρας και κυρίως, της ορθολογικής λειτουργίας της Οικονομίας.

Οι χώρες που δεν κάνουν επενδύσεις και μάλιστα, σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, αδυνατούν να μεγαλώσουν την “πίτα” τους, στο βαθμό που επιθυμούν. Επομένως, δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά, χάνουν και το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, προσφέροντας έτσι χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο στους κατοίκους τους.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *