Οι φόροι είναι τα χρηματικά ποσά τα οποία οι πολίτες της χώρας είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στο Δημόσιο, ανάλογα με τη φορολογική τους ικανότητα. Δηλαδή, ο φόρος αποτελεί μία υποχρεωτική – αναγκαστική οικονομική παροχή των πολιτών προς το Κράτος, για τις υπηρεσίες που αυτό τους προσφέρει, η οποία όμως οικονομική παροχή δεν έχει την έννοια της χρηματικής ποινής.
Λέγεται, ότι ένας φόρος κρίνεται αποτελεσματικός στο βαθμό που είναι δίκαιος και στο βαθμό που δεν είναι υπερβολικός στους πολίτες, ώστε να δημιουργεί παρενέργειες στην Οικονομία. Κατά συνέπεια, ο ανώτατος σκοπός της επιβολής των φόρων σε μία χώρα πρέπει να είναι η ευημερία του κοινωνικού συνόλου της.
Ο φόρος αποτελεί το μέσον μεταβιβάσεως αγοραστικής δύναμης από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα. Η αγοραστική αυτή δύναμη την οποία αποκτά το κράτος με τη φορολογία χρησιμοποιείται για την πληρωμή μισθών, συντάξεων, διάφορων επιδομάτων κ.α., για την κατασκευή και συντήρηση οδικών δικτύων, σχολικών κτιρίων, νοσοκομείων, για την καταβολή διάφορων επιχορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα για παραγωγικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς κ.λ.π. Επομένως, ο φόρος αποτελεί το μέσο μεταθέσεων παραγωγικών πόρων από την ιδιωτική στη δημόσια χρήση. Ωστόσο, ο σημαντικότερος ρόλος της είσπραξης των φόρων σε μία χώρα είναι η συμβολή τους στην παραγωγή Δημόσιων Αγαθών, τα οποία είναι απαραίτητα για την ύπαρξη της κοινωνικής λειτουργίας του κράτους. Τέτοια αγαθά είναι η Εθνική Άμυνα, η Αστυνομία, η Δικαιοσύνη, η Υγεία, η Δημόσια Εκπαίδευση, κ.α. Από τη φύση τους τα Δημόσια αυτά αγαθά παρέχουν οφέλη σε ολόκληρη την κοινωνία, ακόμη και σε εκείνους που δεν πληρώνουν φόρους, είτε γιατί δεν έχουν τους αναγκαίους πόρους να πληρώσουν είτε γιατί τους αποφεύγουν και φοροδιαφεύγουν, αδιαφορώντας έτσι για το σύνολο της κοινωνίας.
Οι φόροι, από την άποψη της Οικονομικής Πολιτικής, χρησιμοποιούνται από την εκάστοτε Κυβέρνηση για την επίτευξη τριών βασικών σκοπών:
α) για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας,
β) για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας,
γ) για την ανακατανομή των παραγωγικών πόρων και την αναδιανομή του εισοδήματος των νοικοκυριών.
Και, όπως λέγεται στο καπιταλιστικό σύστημα, ο ιδιωτικός τομέας παράγει το εισόδημα, ενώ ο δημόσιος τομέας το αναδιανέμει.
Ποια είναι όμως η σχέση των φόρων με τη φοροδιαφυγή;
Με τον όρο φοροδιαφυγή εννοούμε την παράνομη αποφυγή του φορολογικού βάρους, η οποία πραγματοποιείται σε όλους του φόρους, τόσο στους άμεσους όσο και στους έμμεσους, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική έκταση, ανάλογα με τη φύση και το μέγεθος του φόρου. Η προσπάθεια που γίνεται από τους φορολογουμένους για φοροδιαφυγή είναι καθολικό φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σε όλες τις χώρες του κόσμου, σε άλλες λιγότερο (κυρίως στις ανεπτυγμένες ) και σε άλλες περισσότερο, γιατί ο φόρος, γενικά, θεωρείται από πολλούς ότι αποτελεί «ξένο» σώμα, το οποίο οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν, με διαφορετικούς τρόπους, να τον αποβάλλουν.
Στις ημέρες μας, η αύξηση της της φορολογικής επιβάρυνσης επιτείνει την τάση για φοροδιαφυγή γιατί «όσο ανέρχεται το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης τόσο κατέρχεται το επίπεδο της φορολογικής ηθικής», σύμφωνα με τον Henrich Popitz, Γερμανό κοινωνιολόγο (1925-2002). Εξάλλου, σε πολλούς φορολογουμένους, η φοροδιαφυγή αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα, η οποία τίθεται αμέσως σε λειτουργία όταν η πίεση του φόρου γίνεται υπερβολική.
Ωστόσο, η φοροδιαφυγή έχει πολλές και ποικίλες ανεπιθύμητες συνέπειες, μερικές μεταξύ των οποίων είναι:
- Η άδικη κατανομή των φορολογικών βαρών, η οποία δημιουργείται με τη διαφοροποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης σε φορολογουμένους που έχουν την ίδια φορολογική ικανότητα.
- Η δημιουργία ανισότητας στους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων, η οποία επιτυγχάνεται με τη νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού.
- Η επιβολή πρόσθετων φορολογικών βαρών στους συνεπείς φορολογουμένους, ώστε να αναπληρωθεί η απώλεια των φορολογικών εσόδων η οποία προκύπτει από τη φοροδιαφυγή. Η επιβολή αυτή των πρόσθετων φορολογικών βαρών στους συνεπείς φορολογουμένους, παραβιάζει την εκ του νόμου «αρχή της ισότητας των φορολογικών βαρών», με αποτέλεσμα να δημιουργεί στους πολίτες εισοδηματικές ανισότητες.
- Η αναγκαστική προσφυγή της πολιτείας στην επιβολή υψηλότερων έμμεσων φόρων στα προϊόντα και τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του βιοτικού επιπέδου των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων του πληθυσμού.
- Η μεγαλύτερη, ίσως, συνέπεια της φοροδιαφυγής είναι αυτή που οδηγεί στη μείωση των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού, στην αύξηση δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείματος και κατά επέκταση, στην αύξηση του Δημοσίου Χρέους, με τα γνωστά σε όλους μας ανεπιθύμητα οδυνηρά αποτελέσματα, τα οποία βιώνουμε ως λαός τα τελευταία εφτά χρόνια.
Πολλοί επαγγελματίες και καταστηματάρχες, ακόμη και σήμερα – εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης – δεν εκδίδουν τις απαιτούμενες νόμιμες αποδείξεις και έτσι ενθυλακώνουν και τον ΦΠΑ, ο οποίος αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή κρατικών εσόδων. Αλλά και μεγάλα καταστήματα – κυρίως πολυεθνικές εταιρείες – εφαρμόζοντας εναρμονισμένες πολιτικές στις τιμές, με υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις στα εισαγόμενα προϊόντα, αποκρύπτουν φόρους. Το ίδιο ισχύει και με τις τριγωνικές ενδοκοινοτικές συναλλαγές κατά τη μεταφορά προϊόντων, μεταξύ κυρίως μητρικών και θυγατρικών εταιρειών, όπου προκύπτει μεγάλη απόκρυψη φορολογητέου εισοδήματος και συνεπώς και φόρων.
Όμως, η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, τη διαφυγή φορολογικών εσόδων. Και η μεν φοροδιαφυγή συντελείται με την παραβίαση της φορολογικής νομοθεσίας, η δε φοροαποφυγή συντελείται με τέτοιο τρόπο όπου δεν παραβιάζεται η νομοθεσία. Δηλαδή, η απόκρυψη εισοδημάτων στα πολύ μεγάλα εισοδήματα και ιδιαίτερα στα «Νομικά Πρόσωπα» γίνεται με νομική κάλυψη και επομένως, εδώ, η φοροδιαφυγή «βαπτίζεται» ως νόμιμη φοροαποφυγή.
Η φοροδιαφυγή θεωρείται μεταδοτική «ασθένεια» γιατί, δυστυχώς, προσβάλλει και τους υγιείς-ενσυνείδητους φορολογουμένους, οι οποίοι βλέποντας τους θρασείς και «έξυπνους» να φοροδιαφεύγουν, εξεγείρεται η φορολογική τους συνείδηση και υπονομεύεται το επίπεδο της φορολογικής τους ηθικής.
Τα δημοσιονομικά μέτρα, με τα οποία καλούνται οι ιθύνοντες να καλύψουν, ακόμα και σήμερα, τα ελλείμματα του Προϋπολογισμού, είναι άδικα και άνισα, γιατί θα τα καλύψουν ξανά τα συνήθη υποζύγια, δηλαδή οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, ενώ παραμένουν αλώβητα τα μη υγιή, πολύ μεγάλα εισοδήματα, οι φοροφυγάδες, τα λαμόγια και οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσιευμένα στον Τύπο στοιχεία, στις φετινές φορολογικές δηλώσεις (οικον. έτους 2017) και σε ορισμένους κλάδους φορολογουμένων, όπως π.χ. των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών, ο φόρος είναι υψηλότερος των προηγούμενων ετών. Αν, μάλιστα, προστεθούν σε αυτούς και οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές που θα καταβάλλουν, τότε τα ποσά που τους απομένουν καλύπτουν μόνο το 30-35% του φορολογητέου εισοδήματος, εφόσον βέβαια είναι συνεπείς φορολογικά στις υποχρεώσεις τους, δηλαδή εφόσον δηλώνουν κανονικά τα εισοδήματά τους. Αυτό και μόνο, εξωθεί πολλούς φορολογουμένους στη φοροδιαφυγή. Ακόμα και όσες υγιείς επιχειρήσεις άντεξαν την κρίση, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης. Και, δεδομένου ότι η υπερβολική φορολογία «σκοτώνει» πρωτίστως την επιχειρηματικότητα, οδηγεί στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ παράλληλα οδηγεί και τη χώρα σε μία αντιαναπτυξιακή κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να προκαλούνται σοβαρές απώλειες πόρων στην Εθνική μας Οικονομία. Ακόμα και η επικεφαλής του ΔΝΤ στη χώρα μας Ντέλια Βελκουλέσκου, παραδέχθηκε ότι οι φόροι έχουν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο στην Ελλάδα που εμποδίζουν τις επενδύσεις.
Σήμερα, τα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά αναστενάζουν υπό το βάρος της υψηλής φορολογίας και της οικονομικής εξαθλίωσης και γενικότερα, κάτω από την τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Η φορολογική επιβάρυνση που ενέσκηψε ως φοροκαταιγίδα, έχει κυριολεκτικά γονατίσει τους πολίτες και, σε συνδυασμό με την υπερβολική μείωση των εισοδημάτων, οδήγησε πολλούς από αυτούς στην απόγνωση και τη φτωχοποίηση.
Ήδη, περίπου 4,5 εκ. πολίτες μας οφείλουν στο Δημόσιο πάνω από 95 δις. ευρώ από ληξιπρόθεσμα χρέη, παρά την έκρηξη καθημερινών κατασχέσεων από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστά, πάνω από το 50% του ΑΕΠ , δηλαδή της συνολικής εγχώριας παραγωγής, ή διαφορετικά, του Εθνικού Εισοδήματος της χώρας. Αυτό υποδηλώνει, ότι η αύξηση των φόρων δεν επιφέρει πάντα στο Κράτος τα αναμενόμενα αποτελέσματα και, παρά τα αλλεπάλληλα φοροεισπρακτικά μέτρα που επιβλήθηκαν τα τελευταία μνημονιακά χρόνια, οι πολίτες αδυνατούν να καταβάλλουν τους φόρους τους.
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας ο οποίος μας οδήγησε στην πτώχευση, δεν ήταν ούτε τυχαίο φαινόμενο ούτε απρόβλεπτο. Προήλθε από το πελατειακό μας κράτος και από τον τρόπο ζωής των Ελλήνων, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η μεγάλη φοροδιαφυγή, η οποία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί το «εθνικό σπορ» των Ελλήνων.
Θα ήταν ίσως αποτελεσματικό, αν υιοθετούσαμε την περίφημη φράση του Τζον Κένεντυ (1917-1963), ο οποίος σε κάποια ομιλία του, απευθυνόμενος στον Αμερικανικό Λαό, είπε: «Μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η χώρα για εσάς, να ρωτάτε τι μπορείτε να κάνετε και εσείς για τη χώρα σας».
ΥΓ. Η φράση «ο φόρος σκοτώνει τον φόρο» διατυπώθηκε αρχικά από τον Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937), Ιταλό φιλόσοφο και πολιτικό, Μαρξιστή – Λενινιστή.