Εξ αρχής, οφείλω να διευκρινίσω ότι αποτελεί, ίσως, προσβολή προς το σύνολο του εμπορικού κόσμου, που υφίσταται το βαρύ κόστος της πανδημίας, να αρθρογραφεί κάποιος για την Ανάκαμψη της Οικονομίας μας. Ωστόσο, το άρθρο αυτό, αναφερόμενο στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκπέμπει ένα μήνυμα αισιοδοξίας για το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας.
Η παγκόσμια οικονομία, για πρώτη φορά μετά την Μεγάλη Ύφεση του 1929 , βιώνει από τις αρχές του 2020 το μεγαλύτερο οικονομικό shock. Η πανδημία του covid -19 αδρανοποίησε την παγκόσμια οικονομία και περιόρησε σημαντικά την ομαλή λειτουργία των αγορών, διευρύνοντας, παράλληλα, τις ανισότητες μεταξύ των επιχειρήσεων, αλλά και μεταξύ των εργαζομένων.
Εκτιμάται, ότι το διεθνές κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον θα αλλάξει ριζικά τις επόμενες δεκαετίες, επηρεάζοντας τις λειτουργίες, τόσο των χωρών της ΕΕ όσο και των χωρών του παγκόσμιου συστήματος, εξαιτίας της αναμενόμενης ανάπτυξης της 4ης βιομηχανικής επανάστασης στους τομείς των νέων τεχνολογιών, της ψηφιακής οικονομίας και της τεχνητής νοημοσύνης.
Όπως ισχυρίζεται ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, με την είσοδο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής θα χαθούν εκατομμύρια θέσεων εργασίας, τόσο από τους σημερινούς εργαζόμενους όσο και από τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των θέσεων αυτών υπολογίζεται ότι θα αντικατασταθούν από τα επαγγέλματα της νέας τεχνολογίας.
Σήμερα η Παγκόσμια Οικονομία είναι βυθισμένη σε μία ‘παγίδα χρέους”, δεδομένου ότι το παγκόσμιο χρέος, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, αυξήθηκε το 2020 κατά 15 τρισ. δολάρια, πλησιάζοντας τα 280 τρισ.ή το 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται στην αναπόφευκτη επίπτωση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής των χωρών, δηλαδή στην έκδοση ομολόγων και κρατικού δανεισμού, για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να ανακάμψει από το shok της ύφεσης, λόγω της πανδημίας, προικοδοτηθηκε με 750 δισ. ευρώ για τα επόμενα 5 χρόνια. Εξ αυτών, οι χώρες του Νότου, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Μάλτα και Κύπρος επωφελούνται κατά 50% περίπου από τα ποσά που θα εισρεύσουν στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, ενώ αντιπροσωπεύουν μόνο το 25% περίπου του συνολικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) των χωρών της ΕΕ.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, με το ποσό των 750 δισ. ευρώ της ΕΕ, έχει ως βασικό σκοπό να αποτρέψει τη διεύρυνση των οικονομικών ανισορροπιών εντός των χωρών της ευρωζώνης.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι η αποπληρωμή του ποσου των 750 δισ. ευρώ θα γίνει με πανευρωπαϊκούς φόρους – παρά τις αντιρρήσεις των βόρειων χωρών της ΕΕ – και όχι από κάθε χώρα ξεχωριστά. Έγινε, δηλαδή, η πρώτη προσπάθεια έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού χρέους, και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό και θετικό βήμα για τη δημοσιονομική ένωση της ΕΕ.
Η χώρα μας εξασφάλισε ένα πολύ μεγάλο ποσό για την ανάκαμψη της οικονομίας που ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ, με στόχο να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, μεγεθύνοντας τον πλούτο και δημιουργώντας νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Για πρώτη φορά, ίσως, διατυπώνεται ένα Στρατηγικό Εθνικό Σχέδιο για την Ανάκαμψη της οικονομίας μας, το οποίο βασίζεται στην Έκθεση Πισσαρίδη, όπου μπαίνουν οι βάσεις για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, που θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα καλύψει το “Επενδυτικό Κενό” που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, και το οποίο υπολογίζεται σε 100 δισ. ευρώ.
Εκτιμάται, σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία που θα εξαχθούν τον Μάρτιο ότι, η Ελληνική οικονομία θα βγει από την κρίση της πανδημίας με ένα δημόσιο χρέος γύρω στο 207% του ΑΕΠ, το οποίο αντιστοιχεί στα επίπεδα των 340 περίπου δισ. ευρώ, ενώ ο στόχος που έχει τεθεί για το ΑΕΠ το έτος 2021 είναι να αυξηθεί κατά 8 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 172 δισ., από το χαμηλό του 2020, το οποίο υπολογίζεται να κλείσει στα 164 δισ ευρώ.
Το μεγάλο στοίχημα για την Κυβέρνηση είναι να γίνει σωστή κατανομή των συνολικών κονδυλίων της ΕΕ προς την χώρα μας, ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ, ώστε να δοθεί έμφαση στην παραγωγική διαδικασία, με μία επενδυτική έκρηξη βασισμένη στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας και, προπαντός, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, στοχεύοντας σε υψηλότερα εισοδήματα.
Εδώ,, θα απαιτηθούν τολμηρές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που συνδυαστικά θα οδηγήσουν τη χώρα μας σε ένα πιο ανταγωνιστικό, βιώσιμο, εξωστρεφές και αποτελεσματικό μοντέλο ανάπτυξης. Ένα μοντέλο, που θα συμβάλλει στην ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, με στόχο την προώθηση της απασχόλησης,τη βελτίωση του εισοδηματικού χάσματος και στην καταπολέμηση της ανεργίας.
Οι όποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν έντονο προοδευτικό πρόσωπο και να κατανείμουν δίκαια τα κοινωνικά βάρη, στοχεύοντας στην μείωση των ανισοτήτων. Το ζητούμενο είναι η αύξηση του πλούτου, η ευημερία των νοικοκυριών και εν γένει ολόκληρης της κοινωνίας, η οποία υπέφερε από την επώδυνη δεκαετή κρίση και συνεχίζεται ακόμη με την κρίση της πανδημίας..
Η αναβάθμιση, όμως, της οικονομίας μας προϋποθέτει συντονισμό με με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Γι’ αυτό επιβάλλεται η χώρα μας να ενσωματώσει τις τεχνολογικές εξελίξεις, να εκσυγχρονίσει το Κράτος δικαίου, να αποκτήσει σύγχρονη εκπαίδευση, εναρμονισμένη στις απαιτήσεις των καιρών, να αναδιοργανώσει τις κοινωνικές υπηρεσίες, να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη που προστατεύει το περιβάλλον και, ακόμη, να στηρίξει τους πιο αδύναμους, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο. Επομένως, η επερχόμενη οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική πρόοδος θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ισομερώς.
Η οικονομία μας, σίγουρα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτό πρέπει να προσανατολιστεί στον εξαγωγικό τομέα και, κυρίως, σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά και σε προϊόντα υποκατάστασης των εισαγωγών, βελτιώνοντας έτσι το εμπορικό μας ισοζύγιο, το οποίο είναι μονίμως ελλειμματικό.
Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδος βασίστηκε τα τελευταία χρόνια σε πολύ μεγάλο βαθμό στη “μονοκαλλιέργεια” του τουριστικού τομέα, ο οποίος με τα γεγονότα της πανδημίας απεδείχθει ως τομέας υψηλού ρίσκου. Η μακροοικονομική πολιτική της Κυβέρνησης, κινούμενη προς τη σωστή κατεύθυνση, οφείλει να δώσει βαρύτητα στην αναγέννηση της βιομηχανίας και να βοηθήσει τις καινοτόμες εξωστρεφείς επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σκληρό διεθνή ανταγωνισμό, δεδομένης της χαμηλής συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ, που αντιστοιχεί μόλις στο 10%.
Ιδιαίτερη , όμως, έμφαση πρέπει να δοθεί και στον πρωτογενή τομέα (αγροτική παραγωγή), όπου οι έλληνες αγρότες θα ωφεληθούν με 19,3 δισ. ευρώ, κατα την περίοδο 2021-2027, στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) από το συνολικό ποσό των 70 δισ, ευρώ που θα εισρεύσει στη χώρα μας.
Ωστόσο, απαιτούνται προσπάθειες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του πρωτογενή τομέα, με προώθηση της καινοτομίας και εισαγωγή νέων τεχνολογιών, με τη συμβουλευτική υποστήριξη των αγροτών για την παραγωγή ποιοτικών και βιολογικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ήδη, η Ελλάδα, αποτελεί έναν από τους βασικούς προμηθευτές αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές με σημαντική παρουσία στα περισσότερα κράτη – μέλη της ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, δεδομένου ότι η χώρα μας συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη 10δα μεταξύ των κρατών, προμηθευτών αγροτικών προϊόντων, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί στήριξη στην εξωστρέφεια των αγροτικών προϊόντων και ειδικότερα, ενίσχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις περιφέρειες της χώρας οι οποίες διαθέτουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Με τον τρόπο αυτόν θα μετριαστούν εν μέρει και οι όποιες ενδοπεριφερειακές ανισότητες.
Στον δευτερογενή τομέα (μεταποίηση) ,γίνεται προετοιμασία με το Στρατηγικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, για ένα μεγάλο επενδυτικό και αναπτυξιακό άλμα, με την προϋπόθεση ότι τα 13 δισ.ευρώ που θα εισρεύσουν – από τα 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης – θα δοθούν στην Ελλάδα υπό μορφή δανείων, για να στηρίξουν και να χρηματοδοτήσουν σοβαρές παραγωγικές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, στον οποίο οι συμμετέχοντες επιχειρηματίες θα συμπράξουν με το 50% του ποσού της επενδυτικής τους δαπάνης, και με την προϋπόθεση το 20% να προέρχεται από ίδια κεφάλαια.
Τα υπόλοιπα 19 δισ.ευρώ εκ των 32 δισ. θα διατεθούν στη χώρα μας ως επιδοτήσεις για συγκεκριμένες επενδύσεις μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα, που θα εκτελεστούν, είτε μεμονωμένα, με δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, είτε με συμπράξεις του Ιδιωτικού και Δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα:
1 – Για την πράσινη μετάβαση ( ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διασύνδεση των ελληνικών νησιών και αναβάθμιση στις ανανεώσιμες πηγές, προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών και κτηρίων, μεγάλες επενδύσεις σε αρδευτικά και αντιπλημμυρικά έργα, επενδύσεις σε νέο εθνικό σχέδιο αναδάσωσης, κ. ά).
2 – Για την ψηφιακή μετάβαση (υποδομή οπτικών ινών για την αναβάθμιση των ψηφιακών υπηρεσιών, ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του δημοσίου, των δήμων, του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΕΦΚΑ), κλ.π., ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων, κ.ά).
3 – Για την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή ( μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που θα στοχεύουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σύγχρονα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης των εργαζομένων για την αύξηση της απασχόλησης στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας, μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό και το Συνταξιοδοτικό για τη διασφάλιση αποδοτικότερων συντάξεων, κ. ά).
4 – Για τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον θεσμικό μετασχηματισμό (ψηφιοποίηση των φορολογικών υπηρεσιών, κωδικοποίηση και εκσυγχρονισμός των φορολογικών υπηρεσιών, μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου με την καθολική ηλεκτρονική διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, επενδύσεις για την ενίσχυση και αποτελεσματικότητα της διαφάνειας στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, κ. ά).
Όσον αφορά τα ποσά των 13 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, αυτά θα χορηγηθούν αυστηρά σε επιχειρηματικές μονάδες που θα προωθήσουν την “πράσινη” και “ψηφιακή” μετάβαση, την καινοτομία, τις οικονομίες κλίμακος και τις υψηλότερες εξαγωγές. Επομένως το μείγμα των επενδύσεων αυτών θα έχει πολλαπλασιαστική επίδραση και έτσι για κάθε ένα ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης θα αντιστοιχεί και ένα ευρώ από τον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα τα 13 δισ. ευρώ του Ταμείου να δημιουργήσουν συνολικές επενδύσεις 26 δισ. ευρώ. Όλα τα επενδυτικά έργα του Ταμείου Ανάκαμψης πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του 2026.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υποστηρίζει ότι, με το κάθε ένα ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που θα κατευθύνεται για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, θα δημιουργείται προστιθέμενη αξία 0,8 ευρώ, με την προϋπόθεση ότι θα γίνεται σωστή κατανομή των πόρων, και ότι θα κληθούν κατάλληλα πρόσωπα για να διαχειριστούν τα συγκεκριμένα κονδύλια.
Όλοι μας, και ιδιαίτερα οι πιο δύσπιστοι, αλλά και οι αμύητοι στα οικονομικά, πρέπει να καταλάβουμε τα αυτονόητα: ότι, δηλαδή, δεν μπορεί να υπάρξει ευημερία για όλους, αν δεν δημιουργηθούν υγιείς επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και, κατά συνέπεια, σε καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μέσα σε αυτό το παγκοσμιοποιημένο ανταγωνιστικό περιβάλλον που ζούμε.