Η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και δυναμική κατά την περίοδο της πανδημίας το 2021, αυξάνοντας το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) κατά 8,3% σε σταθερές τιμές και 10,6% σε ονομαστικές, ενώ, παράλληλα, πέτυχε τη μείωση του Δημοσίου Χρέους από το 204% στο 193% του ΑΕΠ, καθώς και τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 6,2% του ΑΕΠ.
Τα στοιχεία αυτά, συγκρινόμενα με τον μέσο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 5,3% στις χώρες της ζώνης του ευρώ, και σε συνδυασμό με τις θετικές μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, συνέβαλαν σημαντικά στην πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας, μειώνοντας σε μία μόνο βαθμίδα την απόσταση των ελληνικών κρατικών ομολόγων από την επενδυτική βαθμίδα.
Κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης το 2021 ήταν: η καλύτερη της αναμενόμενης πορεία του τουρισμού , η αύξηση των εξαγωγών, η ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, η μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων, η ανάκαμψη της βιομηχανίας και των κατασκευών, καθώς και η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας, η οποία αποτυπώθηκε στη μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Η αύξηση, ωστόσο, των εισαγωγικών μας προϊόντων είχε αρνητική επίδραση στο εμπορικό μας ισοζύγιο και, κατά συνέπεια, εμπόδισε στον πάρα πέρα μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης της χώρας.
Σημαντική, όμως, συμβολή είχαν και οι καθαρές αγορές ελληνικών κρατικών τίτλων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του έκτακτου, λόγω πανδημίας, προγράμματος στήριξης (PEPP), το οποίο τερματίστηκε τον Μάρτιο του 2022.
Η ευελιξία της νομισματικής πολιτικής από τη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συνεχίζει να συμπεριλαμβάνει στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP την επανεπένδυση των ελληνικών κρατικών ομολόγων που λήγουν, επεκτείνοντας έτσι τον χρονικό ορίζοντα επανεπένδυσης μέχρι το τέλος του 2024, αν και τα ομόλογα αυτά στερούνται της επενδυτικής βαθμιδας και, επομένως, δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο κανονικό πρόγραμμα αγοράς τίτλων.
Η πολιτική αυτή της ΕΚΤ περιορίζει σημαντικά την αύξηση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, διευκολύνει την ομαλή αναχρηματοδότηση του Δημοσίου μας Χρέους από τις αγορές, τη στιγμή που τα επιτόκια αυξάνονται.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ελληνική οικονομία και το 2022 προβλέπεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται , αλλά με βραδύτερο ρυθμό από την αρχική πρόβλεψη του 4,8% του ΑΕΠ, και να περιορίζεται στο 3,8% στο βασικό σενάριο και στο 2,8% στο δυσμενέστερο σενάριο, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των αναταράξεων στις διεθνείς πληθωριστικές τιμές της ενέργειας, λόγω της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και στις ελλείψεις βασικών καταναλωτικών αγαθών στην αλυσίδα προσφοράς δημητριακών τροφίμων και μετάλλων από την Ουκρανία, ενδυναμώνοντας έτσι, ακόμη περισσότερο, τις ήδη προυπάρχουσες, λόγω της πανδημίας, έντονες πληθωριστικές πιέσεις.
Ήδη, ο πληθωρισμός στη χώρα μας καλπάζει, φτάνοντας στο 10,2% τον μήνα Απρίλιο, μετα από μία περίοδο υπερ εικοσαετούς σταθερότητας των τιμών. Η μεγάλη αυτή άνοδος των τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα θα πλήξει επώδυνα τα νοικοκυριά και, ιδιαίτερα, αυτά με τα χαμηλότερα εισοδήματα, δημιουργώντας ένα εφιαλτικό σκηνικό που ενισχύει τις ανισότητες, οι οποίες είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που εκτρέφουν και τροφοδοτούν το λαϊκισμό, δημιουργώντας κοινωνικές εντάσεις.
Είναι, εξάλλου, παγκοσμίως γνωστό, ότι ο πληθωρισμός αποτελεί τη χειρότερη μορφή φορολογίας, γιατί φαλκιδεύει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και, κυρίως, γιατί πλήττει τα χαμηλά εισοδήματα, επιτείνοντας περαιτέρω τις ανισότητες.
Σύμφωνα, ακόμη και με πρόσφατες εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών και οίκων αξιολόγησης – πέραν των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος -, και παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, η ελληνική οικονομία και το 2022 θα παρουσιάσει ανοδική πορεία, με αισθητή όμως επιβραδυνση, βασιζόμενη στην εγχώρια ζήτηση (κατανάλωση) του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, στις επενδύσεις και εξαγωγές και, κυρίως, στον τουρισμό, ο οποίος προβλέπεται να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει τις επιδόσεις του 2019.
Η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει την τωρινή ενεργειακή κρίση σε μοναδική ευκαιρία και να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, βασιζόμενη στην τεχνογνωσία που διαθέτει, επιταχύνοντας τις επενδύσεις – μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης – στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και να αποτελέσει έναν ισχυρό ενεργειακό παράγοντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη δυναμική της αναπτυξιακής μας πορείας, θα συμβάλει η έναρξη των επενδυτικών έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με τους σημαντικούς πόρους των 32 δισ. ευρώ, που αποτελούν τα κύρια χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ.
Η χώρα μας έχει την ευκαιρία να ξεπεράσει τις εγγενείς αδυναμίες της και να μετασχηματιστεί σε μία σύγχρονη οικονομία, μέσω των πόρων της ΕΕ και των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, με κύριο στόχο τη σύγκλησή της με τις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, στην έκθεση- ομιλία του στην Γενική Συνέλευση των Μετόχων για το 2021 ανέφερε, ότι για την υποστήριξη μιας συστηματικής πορείας μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια με μέσο ετήσιο ρυθμό 3%, πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής με μακροχρόνιο ορίζοντα για:
— εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με εκμετάλλευση των τεχνολογικών εξελίξεων ώστε να προωθηθεί η παρουσία της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αλυσίδας αξίας.
— εκμετάλλευση της διαθέσιμης τεχνογνωσίας για τη μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο,
—- προστασία της υγιούς επιχειρηματικότητας.
— δημιουργία λειτουργικότερου κράτους μέσω της ολοκλήρωσης του ψηφιακού μετασχηματισμού του,
— ψηφιοποίηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης,
— αντιμετώπιση του προβλήματος της συσσώρευσης ιδιωτικού χρέους,
— επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων,
— χρηματοδοτική στήριξη από ένα ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα,
—- δημιουργία νησίδων αριστείας, καινοτομίας και τεχνολογικής προόδου, και
—- προσαρμογή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς εργασίας.
Στην εποχή μας που ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, η χώρα μας αντιμετωπίζει ισχυρές προκλήσεις στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, μετά την 10ετή οικονομική κρίση, βαθιάς ύφεσης, την 2ετή κρίση πανδημίας και, ιδιαίτερα, με την τρέχουσα εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία.
Επομένως, η Ελλάδα, εξαιτίας των οδυνηρών συνεπειών που υπέστη επί μία 12ετία, χρειάζεται μία δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών δαπανών, δηλαδή μία ορθολογικότερη χρήση των πόρων, για την αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Για αυτό, καλείται να επιτύχει σημαντικούς στόχους: να συμβάλλει στη δημιουργία μιας οικονομίας ισχυρής και ανθεκτικής,προσελκύοντας μακροχρόνιες υγιείς επενδύσεις, να συμβάλλει στην παραγωγή εγχώριων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, και να δημιουργήσει καινοτομες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις με ποιοτικές και, επομένως, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Γιατί, θεωρείται εμπειρικά δεδομένο ότι, όταν δεν υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη και παραγωγή πλούτου, δεν υπάρχουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ούτε βελτιωμένο κοινωνικό κράτος με κοινωνική συνοχή, αλλά ούτε εσωτερική ασφάλεια και ισχυρή άμυνα, για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που συναρτώνται με τις γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή μας.