Η ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος της κάθε χώρας είναι συνάρτηση της ποσότητας και κυρίως της ποιότητας της προσφοράς του, σε σχέση με την τιμή του παρερχόμενου προϊόντος, σε συνθήκες έντονου διεθνούς ανταγωνισμού.
Το τουριστικό προϊόν περιλαμβάνει τις ξενοδοχειακές – σε κτίρια και εγκαταστάσεις – υπηρεσίες, τις επισιτιστικές υπηρεσίες, τις μεταφορικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες πρακτόρευσης (Tour Operators), τις υπηρεσίες ξενάγησης και διασκέδασης, κ.α.
Πρωτίστως, το τουριστικό προϊόν περιλαμβάνει τον παράγοντα επιχείρηση – επιχειρηματικότητα, αλλά και τον ανθρώπινο παράγοντα της εξειδικευμένης μισθωτής εργασίας.
Ο τουριστικός τομέας εντάσσεται στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών και χαρακτηρίζεται από μία δυναμική αναπτυξιακή πορεία. Επομένως, το τουριστικό προϊόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξωστρέφεια και τις συνέργειες, καθώς και από το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και της κοινωνικής υποδομής της κάθε χώρας.
Τόσο η ποσότητα του τουριστικού προϊόντος, από την άποψη των καταλυμάτων – κτηριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων – όσο και η ποιότητά του, από την άποψη της φυσικής ομορφιάς και της ιστορικής κληρονομιάς, θεωρείται ότι είναι υψηλού επιπέδου στην χώρα μας.
Για να θεωρείται θετική (επικερδής) η τιμή του τουριστικού προϊόντος, θα πρέπει να εξασφαλίζει αρχικά την κάλυψη του κόστους παραγωγής και κατόπιν μια ικανοποιητική απόδοση στους μετόχους της τουριστικής επιχείρησης.
Βέβαια, το μέσο κόστος της τουριστικής παραγωγής σε ετήσια βάση, επηρεάζεται από την εποχικότητα λειτουργίας της επιχείρησης και ειδικότερα, από το αριθμό των ημερών κατά τις οποίες λειτουργεί, υπολειτουργεί ή βρίσκεται εκτός λειτουργίας η επιχείρηση.
Δεδομένου, όμως, ότι ο τουρισμός στη χώρα μας βασίζεται στους παραθεριστικούς προορισμούς, λειτουργεί ουσιαστικά μόνο 4–5 μήνες, με αποτέλεσμα η τιμή του προϊόντος να προσδιορίζεται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να καλύπτει το κόστος της επιχείρησης για ολόκληρο το έτος.
Συνεπώς, όταν η τουριστική δραστηριότητα στη χώρα μας επικεντρώνεται σε ορισμένες περιοχές και για λίγους μόνο μήνες, συνήθως, τους Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο και κυρίως, όταν απαιτείται εξειδικευμένη εργασία, με υψηλό κόστος εργασίας, αυτό συνεπάγεται κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής (προϊόντος).
Ο τουριστικός τομέας είναι ένας ευπαθής τομέας και παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στις οικονομικές μεταβολές. Το χαρακτηριστικό αυτό οφείλεται στο ότι το τουριστικό προϊόν δεν αποτελεί προϊόν πρώτης ανάγκης, αλλά εντάσσεται στα αγαθά των οποίων, σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή είναι υψηλή (θετική), δηλαδή μεγαλύτερη της μονάδας. Δηλαδή, μία αύξηση της τιμής του τουριστικού προϊόντος, στρέφει εύκολα τους τουρίστες προς άλλες περισσότερο ανταγωνιστικές (φθηνότερες) αγορές. Επίσης, το τουριστικό προϊόν παρουσιάζει υψηλή (θετική) ελαστικότητα ζήτησης και ως προς το εισόδημα. Δηλαδή, μία δυσμενής οικονομική συγκυρία στις χώρες προέλευσης, όπως π.χ. μία οικονομική ύφεση, αυτή επηρεάζει αρνητικά την τουριστική δαπάνη των επισκεπτών. (Όταν η απόλυτη τιμή της ελαστικότητας ζήτησης είναι θετική, δηλαδή μεγαλύτερη από τη μονάδα, η ζήτηση είναι ελαστική και όταν είναι αρνητική (μικρότερη της μονάδας), είναι ανελαστική. Στα πολυτελή και στα κανονικά αγαθά, στα οποία εντάσσεται και ο τουρισμός, η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης είναι θετική. Αντίθετα, στα αγαθά πρώτης ανάγκης η εισοδηματική ελαστικότητα είναι αρνητική).
Επομένως, όταν το κόστος παραγωγής (προϊόντος) αυξάνεται στη χώρα μας με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι στις άλλες ανταγωνίστριες γειτονικές μας χώρες, της Βαλκανικής, της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής και μάλιστα σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου παρουσιάζεται ανατίμηση του Ευρώ, μέσω της διολίσθησης των ασθενέστερων νομισμάτων – με αποτέλεσμα το τουριστικό προϊόν στις ανταγωνίστριες, εκτός Ευρώ, χώρες να είναι πολύ φθηνότερο – τότε η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων επιβαρύνεται σημαντικά.
Η προσπάθεια, από πλευράς των τουριστικών επιχειρήσεων, να καλύψουν το υψηλό κόστος παραγωγής και την υψηλή φορολογία, με αύξηση της τιμής των προσφερόμενων υπηρεσιών, οδηγεί αναπόφευκτα σε επιπρόσθετη μείωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Ένα στοιχείο που συμβάλλει στη μείωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος στη χώρα μας είναι η χαμηλή αποδοτικότητα της οικογενειακής τουριστικής εκμετάλλευσης, η οποία οφείλεται στη χρησιμοποίηση μη εξειδικευμένου προσωπικού.
Συνήθως, οι οικογενειακές μικρού μεγέθους τουριστικές επιχειρήσεις στηρίζονται σε προσωπικό που απαρτίζεται από μέλη της οικογένειας, τα οποία δεν διαθέτουν επαρκή εξειδίκευση, καθώς και σε μη εξειδικευμένους μετανάστες, με συνέπεια την υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, την αύξηση του κόστους της επιχείρησης και τελικά την απώλεια, σε κάποιο βαθμό, της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος.
Τελευταία παρατηρούνται στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως, έντονες πιέσεις για συγχωνεύσεις και εξαγορές μεγάλων επιχειρήσεων και στον τουριστικό κλάδο, με την είσοδο ισχυρών ξενοδοχειακών ομίλων, κυρίως μέσω άμεσων επενδύσεων, με σκοπό την αύξηση του μεγέθους τους και τη βελτίωση της οργανωτικής τους δομής, με την εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων αυτοματοποίησης κ.λ.π., γεγονότα που διασφαλίζουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες και τα οποία συμβάλουν θετικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Ωστόσο, και οι μικρό-μεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατά κανόνα αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές πιέσεις, μπορούν να αυξήσουν τις δυνατότητες αποδοτικής λειτουργίας τους, με τη βελτίωση, αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό των κτηριακών εγκαταστάσεων των καταλυμάτων τους, με την κατάλληλη διαφήμιση και προώθηση των υπηρεσιών τους, με τον εξορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών και όλων των διοικητικών διαδικασιών τους, με την εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων αυτοματοποίησης, καθώς και με τη χρησιμοποίηση κατάλληλου και εξειδικευμένου προσωπικού, έτσι ώστε να προσφερθούν και από αυτές (τις μικρο–μεσαίες επιχειρήσεις) υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, οι οποίες θα συμβάλλουν στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος.
Είναι προφανές, ότι ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες για την ανάπτυξη και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού κλάδου, αποτελεί ο βαθμός ανάπτυξης της οικονομικής και της κοινωνικής υποδομής της χώρας μας.
Ειδικότερα, απαιτείται η ανάπτυξη της υποδομής στις μεταφορές, όπου συμπεριλαμβάνονται το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, τα λιμάνια, οι μαρίνες, τα αεροδρόμια, κ.α.
Οι ακτοπλοϊκές και αεροπορικές συγκοινωνίες, εγχώριες και διεθνείς, αποτελούν την απαραίτητα προϋπόθεση για την ανάδειξη συγκεκριμένων νησιωτικών περιοχών της χώρας μας σε αξιόλογους τουριστικούς προορισμούς.
Η βελτίωση, λοιπόν, των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, καθώς και η ενίσχυση των εγχώριων αεροπορικών μεταφορών που εξυπηρετούν πολλούς τουριστικούς προορισμούς, ιδιαίτερα στα νησιά της χώρας μας, συμβάλλουν αισθητά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού μας τομέα.
Σπουδαίο, επίσης, ρόλο στην ανάπτυξη του τουρισμού και επομένως, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, έχει και η υποδομή στις τηλεπικοινωνίες, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας σημαντικά.
Μεγάλη, ακόμη, συμμέτοχη στην ποιότητα του τουριστικού προϊόντος και επομένως, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του, προσφέρουν ο σύγχρονος εξοπλισμός και οι εγκαταστάσεις προστασίας και αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος των τουριστικών μονάδων. Τέτοια έργα είναι π.χ. ο εξοπλισμός περιορισμού της ρύπανσης του εδάφους, του υπεδάφους, των υδάτων και της ατμόσφαιρας, ο εξοπλισμός για την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κ.α.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τουριστικός κλάδος, λόγω του διαρκούς αυξανόμενου ανταγωνισμού και κάτω από την πίεση της ισχυροποίησης του Ευρώ, που καθιστά το τουριστικό προϊόν ακριβότερο στη χώρα μας και φθηνότερο στις ανερχόμενες τουριστικές γειτονικές μας χώρες, της Βαλκανικής, της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής, θα πρέπει να στραφεί αποκλειστικά προς την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος, δεδομένου ότι καμία τουριστική επιχείρηση δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό και να επιβιώσει, αν η οργάνωση και οι παρεχόμενες υπηρεσίες της δεν προσανατολίζονται προς την ποιότητα και την εξυπηρέτηση των πελατών της.
Στα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που καθιστούν το ελληνικό τουριστικό προϊόν ανταγωνιστικό, εκτός των άλλων, συμπεριλαμβάνονται, ο ασφαλής τουριστικός προορισμός, η παροχή υψηλού επιπέδου ξενοδοχειακών υπηρεσιών και η διεθνής ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο τιμών. Επί πλέον, συμπεριλαμβάνονται, η γεωγραφική θέση της χώρας μας, που βρίσκεται μεταξύ τριών ηπείρων, η πολιτιστική και ιστορική μας κληρονομιά, στοιχεία, τα οποία αποτελούν υπεροχή έναντι των ανταγωνιστριών μας χωρών, σε συνδυασμό με τον άρτιο εκσυγχρονισμό των ξενοδοχειακών υποδομών, των υψηλού επιπέδου προσφερόμενων καταλυμάτων και της αναβαθμισμένης ξενοδοχειακής μας αγοράς.
Ήδη, ο τουρισμός, που θεωρείται στη χώρα μας η «βαριά» βιομηχανία, είναι μία ισχυρή και ανερχόμενη δύναμη, που συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με τις τουριστικές εισπράξεις της να εκτιμώνται το έτος 2018 στα 16 δις. ευρώ, προσφέροντας έτσι μία άμεση συνεισφορά στο ΑΕΠ κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες (σε συνολικό ΑΕΠ 182 δισ. ευρώ) και κατά περίπου 1,5 ποσοστιαίες μονάδες στην προβλεπόμενη ετήσια (2018) οικονομική ανάπτυξη της χώρας (ΑΕΠ). Ωστόσο, η συνολική συμβολή της τουριστικής οικονομίας στο ΑΕΠ κυμαίνεται στο 18% περίπου, ενώ η απασχόληση στην τουριστική οικονομία επί του συνόλου των εργαζομένων στη χώρα μας κυμαίνεται στο 20%.
Επιβάλλεται, λοιπόν, να γίνει κατανοητό από όλους τους παραγωγικούς φορείς των αγαθών και υπηρεσιών, ότι στη σημερινή εποχή του έντονου ανταγωνισμού, η φιλοσοφία της ποιότητας, αποτελεί το κύριο εκσυγχρονιστικό και υγιές μέσο, τόσο για την οργάνωση και τη διοίκηση της επιχείρησης όσο και για τις παρεχόμενες υπηρεσίες της, ενώ, παράλληλα, αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο που μπορεί να μειώσει το κόστος, να αυξήσει την παραγωγικότητα και επομένως, να συμβάλλει περισσότερο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Κατά συνέπεια, η ανταγωνιστικότητα είναι ένα απαραίτητα εργαλείο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και στην ευημερία τους, μέσω της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας.
Ωστόσο, θα πρέπει και η πολιτεία, για τη βελτίωση και την αναμόρφωση του τουριστικού τομέα, να αποδεχθεί ότι ο τουρισμός, με τις 30 εκατ. αφίξεις του 2018 (33 εκατ. μαζί με τους επισκέπτες κρουαζιέρας), είναι βιομηχανία εθνικής σημασίας και επομένως, τομέας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής και όχι απλώς διαχείρισης τοπικών και μικροκομματικών συμφερόντων.
Ας μη λησμονούν οι ιθύνοντες ότι ο τουριστικός τομέας της χώρας μας, με το διεθνώς εμπορεύσιμο ανταγωνιστικό προϊόν του, είναι ο πρώτος τομέας που βγήκε από την κρίση και τη δεκαετή ύφεση και είναι αυτός που μας οδηγεί σιγά – σιγά στην ανάπτυξη και στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.