Τα βασικά οικονομικά μεγέθη στη χώρα μας, με εξαίρεση τα Δημοσιονομικά Ελλείμματα, δηλαδή το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, το Δημόσιο Χρέος, η Εθνική Αποταμίευση και το Εισόδημα των νοικοκυριών, επιδεινώθηκαν την τελευταία δεκαετία. Βέβαια, η εξέλιξη αυτή συνέπεσε σε μια φάση γενικευμένης επιδείνωσης του διεθνούς και, κυρίως, του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος.
Ένα κομβικό πρόβλημα των κοινωνιών, που συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών μιας χώρας, είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με τον ορισμό που έχει υιοθετηθεί από τις διάφορες διαδοχικές εκθέσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης (ΕΣΑΑ) του Υπουργείου Ανάπτυξης, η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως «η ικανότητα διατήρησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας – αναβάθμισης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενίσχυσης της απασχόλησης και της πραγματικής συνοχής, της περιβαλλοντικής προστασίας και αναβάθμισης, της διαρκούς βελτίωσης της παραγωγικότητας και αύξησης των μεριδίων αγοράς – υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης».
Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, η ανταγωνιστικότητα αποτελεί προϊόν σύνθετων διεργασιών, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο χώρο των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί των διάφορων χωρών, αλλά επεκτείνονται τόσο στον κοινωνικό όσο και στον περιβαλλοντικό χώρο.
Γενικά, η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως π.χ. είναι: το μακροοικονομικό περιβάλλον, το πλαίσιο του εμπορίου, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των πολιτών, η ικανότητα για καινοτομίες, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών και τεχνογνωσίας, η επάρκεια και η ποιότητα των υποδομών της χώρας κ. ά.
Βέβαια, η ανταγωνιστικότητα ως έννοια δεν είναι άμεσο μετρήσιμο οικονομικό μέγεθος, δηλαδή δεν μπορεί να υπολογισθεί ποσοτικά σε αριθμούς, όπως π.χ. μετριέται η ποσοτική αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ή η ποσοτική αύξηση ή η μείωση του εργατικού δυναμικού μιας χώρας, κ.λπ.
Ωστόσο, η βελτίωση ή η απώλεια της ανταγωνιστικότητας θεωρούνται μεγέθη στην οικονομία πάρα πολύ σημαντικά που συμβάλλουν στην αναπτυξιακή ή μη πορεία μιας χώρας.
Επομένως, το έλλειμμα (πτώση) ανταγωνιστικότητας σημαίνει: διόγκωση των εισαγωγών στην εσωτερική αγορά, επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, μείωση της εγχώριας παραγωγής και παραγωγικότητας, μείωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων και γενικά, αποδυνάμωση της θέσης της χώρας μας στις διεθνείς αγορές.
Οι προτεραιότητες που επιβάλλεται να δοθούν προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η επένδυση, η εκπαίδευση, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και η προώθηση της καινοτομίας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί το τρίπτυχο ανταγωνιστικότητα – ανάπτυξη – απασχόληση.
Στη χώρα μας, το σύνολο της παραγωγής συγκεντρώνεται σε ένα σχετικά χαμηλό φάσμα τεχνολογικής έντασης και αντιμετωπίζει μία συνεχή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα αυτή (η επιδείνωση) να σημειώνεται στον όγκο των ελληνικών εξαγωγών.
Η μείωση, δηλαδή η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας, οφείλεται στη διαχρονική αδυναμία των δημόσιων και κυρίως των ιδιωτικών επιχειρήσεων να πραγματοποιήσουν έναν ευρύ παραγωγικό μετασχηματισμό με τη μετάβαση από προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής και μέσης τεχνολογίας σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας, με στόχο πάντα την αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγής και της παραγωγικότητας.
Όπως αναφέρεται σε εκθέσεις Διοικητών της Τράπεζας Ελλάδος « η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων συμβάλλει άμεσα στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, καθώς ενθαρρύνει την εισαγωγή καινοτομιών και τη μείωση του κόστους παραγωγής. Οι ανεπαρκείς συνθήκες ανταγωνισμού στην ελληνική οικονομία συνδέονται, σε σημαντικό βαθμό, με την ύπαρξη διοικητικών εμποδίων στην έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας και με την πολυπλοκότητα των ρυθμιστικών παρεμβάσεων (οι οποίες ενθαρρύνουν εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των ήδη δραστηριοποιουμένων επιχειρήσεων). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί (π.χ. στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις τηλεπικοινωνίες ή στους κλάδους διανομής και εμπορίας αγαθών και υπηρεσιών), υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης του ανταγωνισμού στην οικονομία».
Ήδη, στην Ελλάδα ο τομέας της μεταποίησης αντιστοιχεί στο 9% του ΑΕΠ, έναντι16% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ οι εξαγωγές ανέρχονται στο 20% του ΑΕΠ, έναντι35% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Και στους δύο αυτούς δείκτες η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, παρά το ότι οι εξαγωγές τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν σημαντικά.
Κλειδιά στη σύγχρονη αναπτυξιακή διαδικασία, για την αποτελεσματική λειτουργία ενός σύγχρονου ανταγωνιστικού κράτους, πρέπει, ενδεικτικά, να είναι:
- Η σύγχρονη εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση, με τη συνεχή επιμόρφωση, τόσο των στελεχών όσο και του υπαλληλικού – εργατικού δυναμικού, ο σύγχρονος δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, το αποτελεσματικό και κοινωνικό κράτος, η κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων, η απάλειψη της διαφθοράς και κυρίως η έρευνα, η καινοτομία και η υψηλή τεχνολογία. Η εκπαίδευση, η επιμόρφωση και η επαγγελματική κατάρτιση βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα κι ευνοούν την ανάπτυξη, επειδή, μεταξύ άλλων, βελτιώνουν τις επαγγελματικές προοπτικές των εκπαιδευομένων και επιτρέπουν στο υπαλληλικό – εργατικό δυναμικό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των νέων τεχνολογιών, αυξάνοντας έτσι την ευελιξία τους και τον δυναμισμό τους.
- Η αποτελεσματική, ανταγωνιστική και πλήρως απελευθερωμένη αγορά, το αποτελεσματικό – κοινωνικό και εποπτικό κράτος, το δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα κ.ά., είναι μερικές άλλες από τις βασικές κατευθύνσεις, που έχουν και αυτές ως στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την εξασφάλιση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
- Η ενίσχυση του ανταγωνισμού σε όσες αγορές δεν λειτουργούν αποτελεσματικά, προκειμένου και οι επιχειρήσεις αυτές να συμβάλλουν θετικά με την τιμολογιακή τους πολιτική , ώστε η εξέλιξη των τιμών των προϊόντων τους να είναι συμβατή με την εξέλιξη του κόστους παραγωγής και με τη διαμόρφωση των περιθωρίων κέρδους σε επίπεδα που δεν υπονομεύουν τη σταθερότητα των τιμών και την ανταγωνιστικότητα.
- Μία εναλλακτική οικονομική πολιτική, με συμμετοχή όλων των δυνατών μοχλών αξιοποίησης, που θα δίνει έμφαση στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, στοιχεία που στρεβλώνουν την αγορά και νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Η ορισθείσα πρόσφατα επιστημονική οικονομική επιτροπή της Κυβέρνησης, με επικεφαλής τον νομπελίστα οικονομολόγο κ. Πισσαρίδη Χρυσόστομο, καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχει ένα φιλόδοξο στόχο, να δημιουργήσει ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα για τη χώρα μας. Τη δημιουργία κέντρων καινοτομίας ψηφιακής πολιτικής, επενδύοντας πρωτίστως στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα ανταποκρίνεται στις μεγάλες προκλήσεις των επόμενων χρόνων της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή της ψηφιακής ανασυγκρότησης, με την ψηφιοποίηση της οικονομίας, την ηλεκτροκίνηση για καθαρό περιβάλλον, τις «πράσινες επενδύσεις» για την κλιματική αλλαγή, τις υποδομές για την επανεκκίνηση των μεγάλων έργων, την αναμόρφωση του πρωτογενούς (αγροτικού) τομέα της παραγωγής, τη βελτίωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με προτεραιότητα στις καινοτομίες, την κατάρτιση και την απόκτηση δεξιοτήτων, την εξωστρέφεια της οικονομίας για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων του διεθνούς εμπορίου, και, γενικά, την ενδυνάμωση της παραγωγικής βάσης και ιδιαίτερα εκείνης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας, τόσο στον μεταποιητικό (δευτερογενή) όσο και στον αγροτικό(πρωτογενή) τομέα.
Τα μέτρα αυτά θα δίνουν έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, για την εξασφάλιση νέων θέσεων εργασίας και στους τρείς τομείς της εγχώριας παραγωγής (πρωτογενή, δευτερογενή, τριτογενή) με στόχευση, ώστε η παραγωγή στη χώρα μας να πάρει τη θέση της κατανάλωσης.
Για να γίνει αυτό εφικτό πρέπει να τεθούν συγκεκριμένες επενδυτικές και μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες και να περιγραφούν οι τομείς εκείνοι στους οποίους θα στηριχθεί μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη της οικονομίας, με τη συνδρομή ενός φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου φιλικού προς τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των 32 δις. ευρώ που αναμένεται να λάβει η χώρα μας από το νεοσυσταθέν «Σχέδιο Μάρσαλ», δηλαδή το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από τους λοιπούς ευρωπαϊκούς πόρους (ΕΣΠΑ, κ.ά) για επενδύσεις και υποδομές, πέραν εκείνων των πόρων του προγράμματος SURE για την ενίσχυση της απασχόλησης, των πόρων του Ευρωπαϊκού Επενδυτικού Ταμείου, και των πόρων εκείνων για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοïού.
Τα κράτη – μέλη της ΕΕ για την απορρόφηση των πόρων θα πρέπει να υποβάλλουν σχέδια, που θα καθορίζουν τις μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που οδηγούν πρωτίστως στην «πράσινη» και «ψηφιακή» μετάβαση.
Συνολικά, θα εισρεύσουν στη χώρα μας περίπου 60 δις. ευρώ, σε βάθος χρόνου και τα ποσά θα εκταμιεύονται σε δόσεις, κατά την ολοκλήρωση των έργων.
Ωστόσο, η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας από την ΕΕ και έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις, τόσο στη δημοσιονομική πολιτική της με τη δημιουργία πρωτογεννών πλεονασμάτων, όσο και στις μεταρρυθμίσεις που αφορούν το άνοιγμα των αγορών και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα.
Παράλληλα, η χώρα μας διαθέτει περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, λόγω του υψηλού λόγου Χρέους προς ΑΕΠ, δηλαδή λόγω αύξησης του αριθμητή (Χρέος) και μείωσης του παρανομαστή (ΑΕΠ).
Και το ερώτημα που τίθεται είναι, εάν αυτή τη φορά η Ελλάδα θα τα καταφέρει και θα βγει πιο δυνατή, δεδομένου ότι η κρίση είναι «εξωγενής», και, όπως λέγεται στην οικονομική επιστήμη, οι κρίσεις δημιουργούν νέες ευκαιρίες ανάκαμψης!