Η οικονομική ανάπτυξη είναι ο σημαντικότερος μακροχρόνιος στόχος όλων των κρατών και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Ο όρος οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται στην αύξηση της πραγματικής παραγωγής των προϊόντων και υπηρεσιών σε μία οικονομία και υπολογίζεται συνήθως στο τέλος κάθε έτους, ως ποσοστιαία ετήσια μεταβολή του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ).
Επομένως, η οικονομική ανάπτυξη εκφράζεται διαχρονικά και περιλαμβάνει την αύξηση του εισοδήματος και, παράλληλα, τη μείωση της φτώχειας των λαών. Κατά συνέπεια, η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί τον κύριο στόχο κάθε χώρας, γιατί, εφόσον επιτυγχάνεται, ικανοποιεί τις περισσότερες υλικές ανάγκες των πολιτών, αλλά και επιλύει τα βασικά οικονομικά προβλήματα των κοινωνιών.
Η οικονομική ανάπτυξη στις μέρες της παγκοσμιοποίησης, είναι η φιλοσοφία της δημιουργικότητας, της υγιούς επιχειρηματικότητας και της ποιότητας των αγαθών και υπηρεσιών. Είναι οι άμεσες επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, που δημιουργούν νέες δουλειές και νέες θέσεις εργασίας.
Η οικονομική ανάπτυξη προέρχεται κυρίως από την αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή από την αύξηση της παραγωγής, μέσω των καινοτομιών και της βελτίωσης των υπαρχουσών μεθόδων παραγωγής, καθώς και μέσω της εξωστρέφειας και συνεργασίας με επιχειρηματικούς ομίλους της αλλοδαπής που κατέχουν και προσφέρουν την υψηλή τεχνογνωσία. Ο συνδυασμός μάλιστα αυτός, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις – που συμβάλλουν και στη μεταφορά παραγωγικών πόρων από το εξωτερικο -, αποτελεί έναν από τους πολλούς τρόπους, όπου μπορούν οι χώρες να λαμβάνουν νέες τεχνολογίες και, επομένως, ευκαιρίες προσέλκυσης εξειδικευμένου και καλύτερα αμειβόμενου εργατικού προσωπικού, το οποίο αυξάνει την παραγωγικότητα και μεταδίδει την τεχνογνωσία και σε άλλους παραγωγικούς κλάδους. Εξάλλου, οι δράσεις έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας, αποτελούν στις αναπτυγμένες χώρες τον κορμό τη αναπτυξιακής τους πολιτικής
Οι σημαντικοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 32 δισ. ευρώ περίπου που θα εισρεύσουν στη χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε βάθος 5ετίας, εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν το εναρκτήριο ‘λάκτισμα” για την επανεκκίνηση της οικονομίας μας, μετά την 10ετή οικονομική κρίση και τις ολέθριες συνέπειες της πανδημίας. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την συγχρηματοδότηση κατά 50% των ιδιωτικών κεφαλαίων που θα καταβληθούν για την “πράσινη” και την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας, καθώς και οι πόροι του ΕΣΠΑ που θα απορροφηθούν από τις Περιφέρειες της χώρας, θα δημιουργήσουν ένα κεφάλαιο της τάξης των 60 δισ., ευρώ περίπου, ικανό για το μετασχηματισμό του οικονομικού μας μοντέλου, μέσω της υλοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται επί δεκαετίες στα σχέδια και δεν υλοποιήθηκαν ακόμη.
Κλειδιά στη σύγχρονη αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας μας, πέραν των επενδύσεων και ιδιαίτερα των ξένων άμεσων επενδύσεων, θα αποτελέσουν – σύμφωνα με τον προγραμματισμό του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2,0” -, η σύγχρονη εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση, τόσο των στελεχών όσο και του υπαλληλικού-εργατικού δυναμικού, η αποτελεσματική ανταγωνιστική και απελευθερωμένη αγορά, το αποτελεσματικό κοινωνικό και εποπτικό κράτος, το δίκαιο, σταθερό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα κ.ά.
Στην πατρίδα μας, η οποία δεν υστερεί σε επιστήμονες – που πολλοί εξ αυτών είναι παγκοσμίως γνωστοί – ούτε σε σωστούς επιχειρηματίες ούτε σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, υπάρχουν αρκετές υγιείς επιχειρήσεις με αξιοζήλευτες επιδόσεις, οι οποίες μπορούν να ανταγωνιστούν και να συνυπάρξουν με ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερικού. Όμως, οι επιδόσεις της χώρας μας στους τομείς έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας είναι αρκετά χαμηλές και υπολείπονται αισθητά εκείνων, των αναπτυγμένων χωρών.
Ωστόσο, κατά την τρέχουσα περίοδο, διεθνείς οικονομικοί παράγοντες, μεγάλοι επενδυτικοί και τραπεζικοί κύκλοι και πολιτικοί αναλυτές, τοποθετούνται με θετικό τρόπο για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας, δίνοντας μεγάλη έμφαση και στις διαφαινόμενες μεταρρυθμίσεις του Σχεδίου Ανάκαμψης.
Οι θετικές αυτές εκτιμήσεις προκύπτουν πρωτίστως από τη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, που θα κυμανθεί ανοδικά το 2021 γύρω στις 8 ποσοστιαίες μονάδες (τα τελικά ακριβή στοιχεία θα δημοσιοποιηθούν από την ΕΛΣΤΑΤ τον Μάρτιο), σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων Διεθνών Οργανισμών. Η αύξηση αυτή του ΑΕΠ κατατάσσει τη χώρα μας το 2021 στο υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αναπτυξιακή αυτή πορεία, όπως εκτιμάται από τους διεθνείς οργανισμούς, θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, όμως, με χαμηλότερους ρυθμούς, που θα κυμανθούν μεταξύ του 5-6% του ΑΕΠ.
Είναι ενθαρρυντικό ότι κατά το τρέχον έτος (2022), το ποσοστό του Δημοσίου Χρέους, αν και παραμένει πολύ υψηλό, θα μειωθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, πέφτοντας κάτω από το 200%, του ΑΕΠ, λόγω της μείωσης της σχέσης Χρέους προς ΑΕΠ.
Μοχλό της αναπτυξιακής μας πορείας θα αποτελέσουν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τους δυναμικούς τομείς της οικονομίας και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών – δηλαδή όλα αυτά που αποτελούν στη χώρα μας τα διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες -, είναι αυτά που θα αυξήσουν την “πίτα” και, επομένως, είναι αυτά που θα αποτελέσουν τις βασικές ατμομηχανές και τους προωθητικούς παράγοντες της οικονομικής μας ανάπτυξης.
Συμπερασματικά, ίσως θα έπρεπε να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι, μόνο με την οικονομική ανάπτυξη – η οποία επιτυγχάνεται μέσω των υγιών επενδύσεων, της παραγωγής και της παραγωγικότητας – καθώς και με την αναβάθμιση του ποιοτικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό πάντοτε με τον εποπτικό ρόλο του κράτους και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας – η οποία δυστυχώς αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη –, θα αυξηθεί το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ ) και θα δημιουργηθούν νέες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες θα βελτιώσουν το εισόδημα των εργαζομένων.
Προσδοκούμε ότι – παρά τις αντιξοότητες, τόσο της ολέθριας πανδημίας όσο και των λεγόμενων δίδυμων ελλειμμάτων του παρελθόντος έτους που αυξήθηκαν αισθητά, δηλαδή το Δημοσιονομικό και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών -, εφόσον υλοποιηθούν αποτελεσματικά τα προγράμματα και οι επενδυτικές μεταρρυθμίσεις του ‘Σχεδίου Ελλάδα 2.0”, η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια με γοργούς ρυθμούς.
Αυτό ερμηνεύει και η εξαγγελθείσα από τον Πρωθυπουργό αύξηση του κατώτατου μισθού στα μέσα του τρέχοντος έτους, που εκτιμάται ότι θα είναι ισόποση με την αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή, συνολικά περίπου κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, φθάνοντας στα 700 ευρώ. Η αύξηση αυτή, σύμφωνα με τη νομοθεσία, θα συμπαρασύρει σε αύξηση τους μισθούς και τα λοιπά επιδόματα, βελτιώνοντας εν μέρει τις αποδοχές των εργαζομένων.
Όσο και να το ψαξουμε, στην οικονομία – όσον αφορά την ανάπτυξη – μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, παρά μόνον η δοκιμασμενη διεθνώς συνταγή του τρίπτυχου: επενδύσεις – παραγωγή – παραγωγικότητα.