Το νερό ενώ είναι τόσο χρήσιμο και υπερπολύτιμο αγαθό, που θεωρείται είδος πρώτης ανάγκης και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της φύσης, απαραίτητο για την επιβίωση του ανθρώπου, προσφέρεται σε πολύ χαμηλή τιμή συγκριτικά με τα διαμάντια, τα οποία πωλούνται σε υπέρογκες τιμές, ενώ έχουν μηδαμινή χρησιμότητα και δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπου.
Μια απλή απάντηση που θα έδινε ο καθένας μας στο φαινόμενο αυτό είναι ότι το νερό βρίσκεται στη φύση σε υπεραφθονία και η ζήτησή του είναι επαρκής, δηλαδή οι ανάγκες του ανθρώπου εξυπηρετούνται, ενώ τα διαμάντια είναι είδος σε σπανιότητα, με αποτέλεσμα η προσφορά τους να είναι μικρότερη από τη ζήτηση, γεγονός που σημαίνει ότι η τιμή τους διαρκώς μεγαλώνει.
Στο παρελθόν δόθηκαν πολλές ερμηνείες, χωρίς οι οικονομολόγοι των προηγούμενων αιώνων να μπορούν να εξηγήσουν το παράδοξο αυτό. Οι Κλασικοί ωστόσο Οικονομολόγοι, ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790) -που θεωρείται με το πρωτοποριακό έργο του « ο Πλούτος των Εθνών» ο πατέρας και θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας της «ελεύθερης αγοράς» (του οικονομικού φιλελευθερισμού)-, ο Ντέιβιν Ρικάρντο (1772-1823), υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, που ανέπτυξε τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, ο Τόμας Μάλθους (1766-1834), που ανέπτυξε τη θεωρία του δημογραφικού προβλήματος, καθώς και άλλοι, που αποτελούσαν όλοι τους την Κλασική Οικονομική Σχολή (μέσα του18ου αιώνα , αρχές του 20ου αιώνα) – συμπεριλαμβανομένου του Καρλ Μαρξ, ο οποίος όμως δημιούργησε δική του Οικονομική Σχολή, την Μαρξιστική – θέτοντας τα θεμέλια της «θεωρίας της Αξίας», υποστήριξαν ότι η αξία ενός αγαθού προσδιορίζεται από το κόστος των συντελεστών παραγωγής που απαιτούνται για την παραγωγή του αγαθού αυτού. Έτσι, ερμηνεύοντας τη θεωρία τους, η εξόρυξη των διαμαντιών έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από την άντληση του νερού και συνεπώς, τα διαμάντια είναι ακριβότερα.
Η ερμηνεία όμως αυτή δεν θεωρήθηκε επαρκής από τους επόμενους, τους Νεοκλασικούς Οικονομολόγους, με την μετέπειτα νεοκλασική θεωρία τους -η οποία εφαρμόζεται σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα από τις αρχές του 20ου αιώνα ,με εξαίρεση την περίοδο, μέσα της δεκαετίας του 1940 μέχρι τέλους της δεκαετίας του 1970, οπότε κυριάρχησε σε όλες σχεδόν τις χώρες του δυτικού κόσμου η Κεινσιανή θεωρία, του κρατικού παρεμβατισμού . Η αναπτυχθείσα όμως (τέλη του 19ου αιώνα ) νέα « θεωρία της αξίας χρήσης ή υποκειμενικής αξίας», όπου η αξία του αγαθού κοστολογείται διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο ανάλογα με το πόσο το αγαθό αυτό το επιθυμούν ή το χρειάζονται οι άνθρωποι, δηλαδή ανάλογα με τη χρησιμότητά του, πλησίασε περισσότερο στην ερμηνεία του παραδόξου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι με το περιεχόμενο της θεωρίας της αξίας και της υποκειμενικής αξίας ασχολήθηκε πρώτος ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, την ολοκληρωμένη ερμηνεία του φαινομένου αυτού, που στην Οικονομία αποκαλείται «το παράδοξο του νερού και των διαμαντιών» μας τη δίνουν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι με τη «θεωρία της οριακής χρησιμότητας».
Οριακή χρησιμότητα είναι η ικανοποίηση που αποκομίζει ο καταναλωτής, από την κατανάλωση μιας επιπλέον (οριακής) μονάδας ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας. Δηλαδή, οριακή χρησιμότητα είναι η πρόσθετη χρησιμότητα που προκύπτει από την απόκτηση μιας επιπλέον μονάδας του αγαθού. Και όσο αυξάνεται η κατανάλωση του αγαθού αυτού, τόσο μειώνεται η χρησιμότητα-ικανοποίηση που απολαμβάνει ο καταναλωτής. To φαινόμενο αυτό στην οικονομική επιστήμη λέγεται «νόμος της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας ή απόδοσης». Δηλαδή, ο νόμος της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας μας εξηγεί ότι όταν αυξάνει η ποσότητα ενός αγαθού που καταναλώνεται, η οριακή του χρησιμότητα (η χρησιμότητα- ικανοποίηση κάθε επιπλέον μονάδας), μειώνεται.
Για μεγαλύτερη κατανόηση από τον αναγνώστη, θα πρέπει να δώσουμε και την έννοια της συνολικής χρησιμότητας, δεδομένου ότι η έννοια της χρησιμότητας στην Οικονομία ερμηνεύει τη συμπεριφορά του καταναλωτή σε σχέση με τη μεταβολή της τιμής του αγαθού.
Συνολική χρησιμότητα είναι η συνολική ικανοποίηση του καταναλωτή από την απόκτηση μιας συγκεκριμένης ποσότητας ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας. Και, επειδή το νερό είναι τόσο υπερπολύτιμο αγαθό για την επιβίωσή μας, η συνολική χρησιμότητα που παίρνει ο άνθρωπος από αυτό είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη συνολική χρησιμότητα που παίρνει από τα διαμάντια. Η τιμή όμως που είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε για κάθε μονάδα ενός αγαθού δεν εξαρτάται από τη συνολική χρησιμότητα, αλλά από την οριακή του, δηλαδή την επιπλέον (πρόσθετη) χρησιμότητα. Έτσι, επειδή καταναλώνουμε πάρα πολύ νερό, η οριακή χρησιμότητά του ή αλλιώς η τελευταία -επιπλέον μονάδα νερού που καταναλώνεται είναι πάρα πολύ μικρή. Επομένως, το τελευταίο (οριακό) ποτήρι νερού που πίνουμε μας προσφέρει ελάχιστη πρόσθετη χρησιμότητα. Κατά συνέπεια, για την τελευταία αυτή μονάδα νερού που καταναλώνουμε είμαστε υποχρεωμένοι να καταβάλουμε μια πάρα πολύ μικρή τιμή, εφόσον συμβάλλει λιγότερο στην ικανοποίησή μας. Αντίθετα, επειδή ο άνθρωπος γενικά ικανοποιείται αγοράζοντας έστω και μια μικρή ποσότητα διαμαντιών, η οριακή χρησιμότητα του τελευταίου διαμαντιού είναι αρκετά μεγάλη. Εξάλλου και το τελευταίο (οριακό) διαμάντι εξακολουθεί να προσφέρει στον άνθρωπο εξίσου μεγάλη ικανοποίηση. Επομένως, είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε πάρα πολύ μεγάλη τιμή – σε σύγκριση με το νερό – για να αγοράσουμε το οριακό, δηλαδή το τελευταίο-επιπλέον διαμάντι, καθώς και όσα επιπλέον διαμάντια επιθυμούμε να αγοράσουμε. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα χρήματα για τα επιπλέον-οριακά διαμάντια, παρά για τις επιπλέον-πρόσθετες ποσότητες νερού.
Κοντολογίς, με βάση τη θεωρία της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας, το νερό, ενώ έχει στον άνθρωπο τεράστια συνολική χρησιμότητα, όμως, επειδή καταναλώνεται σε μεγάλη ποσότητα, η οριακή (πρόσθετη – επιπλέον) χρησιμότητα του είναι πολύ μικρή. Αντίθετα, τα διαμάντια, παρόλο που έχουν μηδαμινή χρησιμότητα στον άνθρωπο, εξαιτίας της σπανιότητάς τους, δηλαδή της σχετικά μικρής ποσότητάς τους, έχουν πολύ μεγάλη οριακή χρησιμότητα.
Το φαινόμενο αυτό, όπως αναφέραμε παραπάνω, αποκαλείται στην Οικονομία το «παράδοξο του νερού και των διαμαντιών» και δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν οι κλασικοί οικονομολόγοι που αναφέραμε, επειδή επί των ημερών τους δεν είχαν κατορθώσει να διακρίνουν και να ερμηνεύσουν τις έννοιες της οριακής και συνολικής χρησιμότητας.