Η πορεία της ελληνικής οικονομίας έχει περάσει από πολλές φάσεις, με σημαντικές διακυμάνσεις και εξελίξεις. Παρακάτω παρουσιάζεται μια συνοπτική επισκόπηση της εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας από την μεταπολεμική περίοδο έως σήμερα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο Πόλεμο, η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Όμως, η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει γρήγορα κατά τη δεκαετία του 1950 και του 1960. Το «Ελληνικό οικονομικό Θαύμα» όπως αποκαλείται, χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (7% έως και 10% ετησίως), κυρίως, χάρη στη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη, τη γεωργία, τον τουρισμό και τις ξένες επενδύσεις.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η Ελλάδα γνώρισε μία ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη, με σημαντική συμμετοχή του δευτερογενή τομέα (της μεταποίησης) στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).
Ο τουριστικός τομέας, άρχισε και αυτός να αναπτύσσεται την περίοδο αυτή, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, συμβάλλοντας θετικά στο ΑΕΠ της χώρας.
Σημαντικά, όμως, συνέβαλε η εξωτερική οικονομική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της χώρας και την οικονομική ανάπτυξη.
Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, η ελληνική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση του 1973 και κατόπιν του 1979, προκάλεσαν ύφεση και διψήφιο αριθμό πληθωρισμού.
Η οικονομία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 χαρακτηρίστηκε από υψηλό δημόσιο χρέος και πληθωρισμό. Η κρατική παρέμβαση υπήρξε έντονη, ενώ πολλές βιομηχανίες κρατικοποιήθηκαν.
Το 1981 η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), γεγονός που σηματοδότησε μία νέα εποχή.
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) παρείχε στην Ελλάδα πρόσβαση σε ευρωπαϊκές αγορές και κεφάλαια, μέσω των Μεσογειακών Προγραμμάτων και, εν γένει, των Διαρθρωτικών Ταμείων, τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη των υποδομών και την αγροτική πολιτική.
Κατά τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα προσπάθησε να σταθεροποιήσει την οικονομία της και να εναρμονιστεί με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) για την είσοδο στη ζώνη του ευρώ.
Κατά συνέπεια, πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις για τη μείωση του πληθωρισμού και του δημοσιονομικού ελλείμματος, συμπεριλαμβανομένων της ιδιωτικοποίησης ελλειμματικών κρατικών επιχειρήσεων και της μείωσης των δημοσίων δαπανών.
Επομένως, η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από προσπάθειες εκσυγχρονισμού και ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή οικονομία, με σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και τον δημόσιο τομέα.
Το 2001 η χώρα μας εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ, αντικαθιστώντας τη δραχμή με το ευρώ στις αρχές του 2002. Η υιοθέτηση του ευρώ συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και στην πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση. Η Ελλάδα, κατά την περίοδο αυτή, πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ειδικά, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Ωστόσο, η ένταξη στην Ευρωζώνη οδήγησε τη χώρα μας σε μία περίοδο υψηλής κατανάλωσης και επενδύσεων, που βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στον εξωτερικό δανεισμό και την υπερβολική πίστωση. Αυτά είχαν ως συνέπεια να αυξηθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, που έφτασαν σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009 επηρέασε σοβαρά την ελληνική οικονομία, εκθέτοντας τις αδυναμίες της και το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος της χώρας.
Το 2010, η Ελλάδα ζήτησε οικονομική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο γιατί αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη της, με αποτέλεσμα την επιβολή των μνημονίων από τους δανειστές.
Στο Πρώτο Μνημόνιο (2010) επιβλήθηκαν μέτρα λιτότητας, φορολογικές αυξήσεις και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, για να μειωθεί το έλλειμμα και να αναδιαρθρωθεί το χρέος.
Στο Δεύτερο και Τρίτο Μνημόνιο (2012, 2015) τα μέτρα έγιναν αυστηρότερα, με μεγάλες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, ενώ, παράλληλα, ακολούθησαν αυξήσεις φόρων, καθώς και ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η οικονομία, την περίοδο των μνημονίων κατέρρευσε, με μείωση του ΑΕΠ πάνω από 25%, με άνοδο της ανεργίας στο 27,5% το 2013, ενώ η ανεργία των νέων προσέγγισε το 50%.
Από το 2017, η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, και να επιστρέφει στις αγορές ομολόγων, με το ΑΕΠ να αυξάνεται ελαφρώς, και η ανεργία να μειώνεται σταδιακά.
Ωστόσο, η πανδημία προκάλεσε νέα ύφεση το 2020, αλλά το 2021 και το 2022 η ελληνική οικονομία σημείωσε σημαντική ανάκαμψη. Η ανάκαμψη συνεχίστηκε και το 2023, αλλά σε χαμηλότερους ρυθμούς.
Οι εκτιμήσεις για το 2024
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2024 επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως η αύξηση του ΑΕΠ, η δημοσιονομική σταθερότητα, οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση, ο τουρισμός, και οι εξωτερικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.
Συγκεκριμένα:
— Η αύξηση του ΑΕΠ: Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει την αναπτυξιακή της πορεία και το 2024, αν και με πιο συγκρατημένο ρυθμό, σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ αναμένεται να κυμανθεί γύρω στο 2,5-3% -αρκετά υψηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης- επηρεαζόμενος από τη γενική επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας. Η αύξηση προβλέπεται να ενισχυθεί από τα τουριστικά έσοδα, τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Η Δημοσιονομική Πολιτική και Σταθερότητα: Η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη δημοσιονομική σταθερότητα και τη μείωση του δημοσίου χρέους. Αυτό συνεπάγεται περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και έλεγχο των δημόσιων δαπανών. Η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους και να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Οι Επενδύσεις και η Χρηματοδότηση: Οι επενδύσεις -που αποτελούν τη βασικότερη συνιστώσα προσδιορισμού του ΑΕΠ- συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό, το τρέχον έτος η Ελλάδα θα έχει το πιο μεγάλο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) των τελευταίων 14 ετών, στα 12,2 δισ. ευρώ μαζί με τα δύο ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης. Εκτίμησε δε, ότι περισσότερο από το 65% της ανάπτυξης θα έρχεται μέσα από αυτά τα προγράμματα.
Σχετικά με την αξία και την πορεία των επενδύσεων, ανέφερε ότι το 2024 ο ρυθμός ανόδου των επενδύσεων θα είναι ισχυρότερος λόγω της ωρίμανσης των έργων. Για παράδειγμα, το 45% των δανείων που έχουν συμβασιοποιηθεί θα εκταμιευθούν εφέτος, γεγονός το οποίο σηματοδοτεί και την υλοποίηση των επενδύσεων.
Η Ιδιωτική κατανάλωση: Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί και αυτή, μαζί με τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, συνιστώσα προσδιορισμού του ΑΕΠ. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 παρουσίασε μια μικρή αύξηση. Ωστόσο, η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται, βάσει των προβολών, να ενισχυθεί σταδιακά τα επόμενα δύο τρίμηνα, αντανακλώντας τη μείωση του πληθωρισμού και τη συνεχιζόμενη συνολική ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας.
Ο Τουρισμός: Ο τουρισμός παραμένει βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Το 2024 αναμένεται μια συνεχιζόμενη ανάκαμψη της τουριστικής κίνησης, που θα ξεπεράσει το 2023, τόσο σε αριθμό τουριστών όσο και σε εισπράξεις.
Η Ανεργία: Η ανεργία στη χώρα μας παραμένει μια σημαντική πρόκληση, αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μείωση. Το 2024, η ανεργία αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, ενισχυμένη από την ανάπτυξη, και να κυμανθεί κάτω από το 10%.
Το Εξωτερικό Περιβάλλον και οι Γεωπολιτικοί Παράγοντες: Η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί και από τις παγκόσμιες οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Η αβεβαιότητα στην Ευρώπη, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, και οι εντάσεις στις διεθνείς αγορές, επηρεάζουν την οικονομική εμπιστοσύνη και το επενδυτικό κλίμα.
Γενικά, η ελληνική οικονομία το 2024 αναμένεται να ακολουθήσει μια πορεία συγκρατημένης ανάπτυξης -όπως και το 2023- μεταξύ του 2,5% και του 3%, με προκλήσεις και ευκαιρίες που εξαρτώνται κυρίως, από τις εξωτερικές οικονομικές συνθήκες.
Ολοκληρώνοντας, η ελληνική οικονομία έχει περάσει τις τελευταίες δεκαετίες από όλες τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, δηλαδή, από την ισχυρή ανάπτυξη και τη σταθεροποίηση, μέχρι τη μεγάλη ύφεση και την ανάκαμψη.
Οι προοπτικές για το μέλλον της εξαρτώνται από τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την εξωστρέφεια, τις νέες τεχνολογίες, καθώς και την ικανότητά της να προσελκύσει υγιείς επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, που θα συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ και, κατά συνέπεια, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.