Οι δύο θεωρίες Οικονομικών Σχολών που εφαρμόζονται στο καπιταλιστικό σύστημα

Στο παγκόσμιο σύστημα υπάρχουν σήμερα δύο θεωρίες οικονομικών Σχολών. Η Σχολή της Προσφοράς των Νεοκλασικών, του οικονομικού φιλελευθερισμού, με εκφραστές τον νομπελίστα Φρίντριχ Χάγιεκ και άλλους διάσημους οικονομολόγους, και η Σχολή της Ζήτησης, του Κέυνς. Μια τρίτη «Σχολή», του Μαρξ και του Λένιν που βασιζόταν στην κομμουνιστική θεωρία, ουσιαστικά κατέρρευσε το 1990, και εφαρμόζεται μόνο στη Βόρεια Κορέα και την Κούβα.

Η Σχολή της Προσφοράς, των νεοκλασικών, του οικονομικού φιλελευθερισμού, αναπτύχθηκε στο δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα στη Γερμανία, την Αγγλία, την Ελβετία και την Αυστρία και καθιερώθηκε στη δημόσια ζωή ως κυρίαρχη οικονομική θεωρία, και τη θέση της διατηρεί μέχρι σήμερα. Θεωρεί πως μια οικονομία και, κατά συνέπεια, μια κοινωνία για να ευημερεί χρειάζεται να υπάρχουν τα κατάλληλα πολιτικοοικονομικά κίνητρα, τα οποία θα εξασφαλίζουν την αυξημένη προσφορά αγαθών.

Η σχολή της προσφοράς, αγαθών και υπηρεσιών, πιστεύει πως η χαμηλή φορολογία, επειδή εξασφαλίζει υψηλότερα κέρδη για τους παραγωγούς και τους επιχειρηματίες, αποτελεί το σωστό κίνητρο σε μία κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, οι πολλές ρυθμίσεις, η κρατική γραφειοκρατία και οι έλεγχοι στην αγορά είναι αναποτελεσματικοί.

Για τη σχολή αυτή, οι υψηλές αποταμιεύσεις και η σωστή του διαχείριση από το κράτος, αποτελούν το σωστό κίνητρο ευημερίας. Επιπλέον, αυτή πιστεύει πως οι επιδοτήσεις, είτε των καταναλωτών είτε των επιχειρηματιών, δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά και, επομένως, καταστρέφουν τις υγιείς βάσεις της οικονομίας και της ευημερίας.

Με λίγα λόγια, η νεοκλασική σχολή της προσφοράς, πιστεύει πως ο πλούτος και ευημερία του συνόλου δεν προκύπτει από τα αισθήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά όταν ο καθένας επιδιώκει το σωστό για το ατομικό του συμφέρον του, αυτό οδηγεί και στο συμφέρον της κοινωνίας.

Για τη σχολή της προσφοράς, ο πλούτος και η ευημερία προκύπτουν από την ελεύθερη αγορά και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, οι οποίοι ευνοούν την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.

Οι νεοκλασικοί θεωρούν ότι το κύριο οικονομικό πρόβλημα κάθε κοινωνίας προέρχεται από τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του πολύ μεγάλου αριθμού των αναγκών που οι άνθρωποι προσπαθούν να ικανοποιήσουν, και του περιορισμένου όγκου των αγαθών που υπάρχουν, ώστε να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες τους.

Κατά συνέπεια, για τους νεοκλασικούς, η ουσία του οικονομικού προβλήματος που απασχολεί κάθε κοινωνία, βρίσκεται στη σχετική έλλειψη ή στενότητα των αγαθών.

Επειδή, όμως, οι συντελεστές της παραγωγής, που είναι το έδαφος, η εργασία και το κεφάλαιο, δηλαδή, οι πρώτες ύλες, οι εργαζόμενοι, τα μηχανήματα, τα εργοστάσια, κ.λπ., τα οποία χρειάζονται για να παραχθούν τα αγαθά αυτά είναι περιορισμένα, για να ξεπεραστεί αυτή η έλλειψη αγαθών – στην ουσία των παραγωγικών συντελεστών – προσπαθούν οι άνθρωποι να βελτιώσουν την τεχνολογία τους, να βρουν νέους παραγωγικούς πόρους, να αυξήσουν την οικονομική τους δραστηριότητα, κ.λπ.

Οι θιασώτες, λοιπόν, του οικονομικού φιλελευθερισμού, για την άμβλυνση των συνεπειών των οικονομικών προβλημάτων, υποστηρίζουν ότι η «ελεύθερη αγορά» είναι το αποδοτικότερο σύστημα για τις εθνικές οικονομίες, αλλά και το δικαιότερο για τους καταναλωτές.

Υποστηρίζουν, μάλιστα, σθεναρά, ότι το κέρδος είναι το ισχυρότερο κίνητρο για τους επενδυτές και ότι η αύξηση της παραγωγής, της παραγωγικότητας και ο ανταγωνισμός, διασφαλίζουν χαμηλές τιμές στα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και επομένως, συμβάλλουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και παράλληλα, στην ευημερία των πολιτών.

Ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790), ο θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας και του οικονομικού φιλελευθερισμού, στο μνημειώδες έργο του «Ο Πλούτος των Εθνών», είχε επισημάνει το ρυθμιστικό ρόλο του ανταγωνισμού και υποστήριζε, ότι τα αλληλοσυγκρουόμενα ατομικά συμφέροντα σε μια κοινωνία έρχονται σε μια κατάσταση ισορροπίας, εξαιτίας του ανταγωνισμού.

Η περίφημη «αόρατος χειρ» της ελεύθερης αγοράς όπως υποστήριξε, δεν είναι κάποιος υπερφυσικός μηχανισμός που παρεμβαίνει στην αγορά, αλλά η ίδια η φύση του ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον, συχνά προωθεί τα συμφέροντα που ωφελούν και την κοινωνία.

Υποστήριξε δε ότι, σε μια «ελεύθερη αγορά» οι άνθρωποι, συνήθως, τείνουν να παράγουν αγαθά τα οποία επιθυμούν και οι γείτονές τους, και ότι αυτό τελικά αποβαίνει προς το συμφέρον όλων.

Η Σχολή της Ζήτησης, την οποία εκπροσωπεί ο Κέυνς (John Maynard Keynes), θεωρεί ότι η συνολική ζήτηση – η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση – είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την οικονομική δραστηριότητα.

Το βασικό δόγμα του Κεϊνσιανισμού είναι, πως η ανάπτυξη και ευημερία προκύπτουν αν υπάρχει ζήτηση. Όταν δεν υπάρχει ζήτηση, η προσφορά των αγαθών μένει απούλητη και οι επιχειρήσεις καταρρέουν.

Ορισμένα από τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του Κέυνς είναι:
— Η έννοια του πολλαπλασιαστή: Ο Κέυνς ανέφερε ότι οι αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία. Δηλαδή, ένα αρχικό ποσό δημόσιων δαπανών μπορεί να οδηγήσει σε πολλαπλάσιες αυξήσεις στην συνολική ζήτηση και την παραγωγή.

Συγκεκριμένα, η έννοια του πολλαπλασιαστή δείχνει πως οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να επηρεάσουν τη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, αν η κυβέρνηση αυξήσει τις δαπάνες της κατά 500 εκατομμύρια ευρώ, η συνολική αύξηση στην οικονομία μπορεί να είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, λόγω της πολλαπλασιαστικής επίδρασης.

— Η σημασία της κρατικής παρέμβασης: Ο Κέυνς υποστήριξε ότι σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρεμβαίνουν για να αυξηθεί η συνολική ζήτηση, μέσω των δημοσίων δαπανών και μειώσεων των φόρων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν η υφιστάμενη ανεργία και η ύφεση. Πίστευε δε, ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα βοηθούν κατά την περίοδο των υφέσεων.

Δηλαδή, υποστήριξε ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι κυβερνήσεις πρέπει να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες τους ή να μειώσουν τους φόρους, για να τονώσουν τη συνολική ζήτηση. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγής και στη μείωση της ανεργίας. Κατά συνέπεια, και οι ιδιωτικές επενδύσεις μπορούν να ενισχυθούν σημαντικά από τη βελτιωμένη οικονομική κατάσταση της οικονομίας και την αυξημένη ζήτηση.

— Η προθυμία για επενδύσεις: Σύμφωνα με τον Κέυνς, οι επιχειρηματίες θα επενδύσουν μόνο αν είναι αισιόδοξοι για το μέλλον. Εάν οι επιχειρηματίες βλέπουν την μελλοντική ζήτηση ως αβέβαιη, θα αποφεύγουν τις επενδύσεις ακόμα κι αν τα επιτόκια είναι χαμηλά.

Όμως, οι επενδύσεις έλεγε, δεν εξαρτώνται μόνο από τα επιτόκια, αλλά και από τις προσδοκίες για μελλοντικά κέρδη. Αν οι επιχειρηματίες είναι απαισιόδοξοι για το μέλλον, θα περιορίσουν τις επενδύσεις τους, ακόμη και αν τα επιτόκια είναι χαμηλά.

— Η Προτίμηση για Ρευστότητα: Οι άνθρωποι προτιμούν να διατηρούν ένα μέρος του πλούτου τους σε ρευστά μέσα, ιδιαίτερα σε περιόδους αβεβαιότητας. Αυτό μπορεί να περιορίσει τις επενδύσεις, τη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών και, εν τέλει, την οικονομική ανάπτυξη.

Η Κεϋνσιανή θεωρία της συνολικής Ζήτησης επηρέασε σημαντικά την οικονομική πολιτική μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, και εφαρμόστηκε από τις χώρες της Δύσης έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, αυτή η θεωρία παραμένει σημαντική ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων.

Οι αρχές του Κέυνς έχουν εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις από πολλές χώρες, για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές υφέσεις και να τονωθεί η ανάπτυξη.
Κατά πολλούς, η Κεϋνσιανή θεωρία της ζήτησης ταυτίζεται με την κοινωνική πολιτική, της προστασίας των χαμηλών και ευπαθών στρωμάτων των νοικοκυριών.

Ο Τζων Γκάλμπρεϊθ (1908-2006), ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους οικονομολόγους στον κόσμο, υπέρμαχος και οπαδός της κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας, ο οποίος μάλιστα άσκησε δριμεία κριτική στην οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού – της ακραίας οικονομικής πολιτικής της Σχολής του Σικάγου του νομπελίστα Μίλτον Φρίντμαν, που ακολούθησαν στη δεκαετία του 1980 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ – , υποστήριξε ότι η οικονομική επιστήμη, όσον αφορά τα προβλήματα της «ελεύθερης αγοράς», πρέπει να αγωνίζεται για την άμβλυνση των ανισοτήτων, για μια καλύτερη ζωή των ανθρώπων και για μια κοινωνία της ευημερίας και όχι της αφθονίας για τους λίγους.

Γιατί, οι οικονομικοί κανόνες της αγοράς, παράγουν το ωφελιμότερο αποτέλεσμα, μόνον όταν κινούνται εντός των ορίων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των αξιών της δημοκρατικής κοινωνίας, και όχι εις βάρος αυτών.

Ωστόσο, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται στη θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι αγορές τείνουν προς την ισορροπία και, επομένως, η θέση της ισορροπίας είναι αυτή που αντιπροσωπεύει την πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων.

Όμως, ελεύθερη αγορά στην οικονομική επιστήμη δεν σημαίνει ασύδοτη αγορά, και ουδέποτε αυτή αποτελεί συνώνυμο μιας λευκής επιταγής για να παίρνει κανείς όσα μπορεί, με όποιον τρόπο επιθυμεί.

Η ανθρώπινη ζωή πρέπει να προστατεύεται από τον κρατικό μηχανισμό και δεν πρέπει να αφήνεται στην ανευθυνότητα των όποιων μηχανισμών της «ασύδοτης» αγοράς.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *