Η έννοια της αποταμίευσης, που υιοθετήθηκε το 1924 από το Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Τραπεζών Ταμιευτηρίου, υπήρξε κρίσιμη για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών, ειδικά σε περιόδους οικονομικών κρίσεων. Έτσι, δημιουργήθηκαν αρχικά οι τράπεζες ταμιευτηρίου για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, σε ατομικό επίπεδο, να αποταμιεύουν, αναγνωρίζοντας τη σημασία της εξοικονόμησης χρημάτων για τις μελλοντικές τους ανάγκες, και την προστασία τους από τυχόν οικονομικές δυσκολίες.
Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, θεωρείται οικονομικά δεδομένο ότι, η αύξηση της συνολικής αποταμίευσης – η οποία περιλαμβάνει την ιδιωτική και δημόσια αποταμίευση – αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης, γιατί συνδέεται άμεσα με την αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας. Αντίθετα, η μείωση της εθνικής αποταμίευσης, αποθαρρύνει την εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα και δημιουργεί, με την ανεπάρκειά της, τις προϋποθέσεις εκείνες για μεγαλύτερες ανάγκες εισροής ξένου κεφαλαίου.
Επομένως, η αύξηση της Εθνικής Αποταμίευσης αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος, αφού συμβάλλει στην άντληση εγχώριων επενδυτικών κεφαλαίων και, κατά συνέπεια, στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, με κύριο στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων.
Υπάρχει, ωστόσο, διάκριση, μεταξύ της Ιδιωτικής και Δημόσιας Αποταμίευσης.
Με τον όρο Ιδιωτική Αποταμίευση, εννοούμε την ποσότητα του εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο απομένει μετά την αφαίρεση της κατανάλωσης και των φόρων.
Η Δημόσια Αποταμίευση προέρχεται από τα έσοδα των φόρων, τα οποία απομένουν στο κράτος μετά την πληρωμή των δημόσιων δαπανών, δηλαδή από το τυχόν πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού.
Η Εθνική Αποταμίευση αποτελείται από το άθροισμα της συνολικής αποταμίευσης, δηλαδή από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, των ιδιωτικών επιχειρήσεων, των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών ταμείων, τη δημοτική αυτοδιοίκηση, καθώς και από τη δημόσια αποταμίευση, δηλαδή από το διαθέσιμο δημοσιονομικό εισόδημα του κράτους.
Κατά συνέπεια, το διαθέσιμο εισόδημα του κράτους, σε άλλες περιόδους μπορεί να είναι θετικό και σε άλλες αρνητικό. Από το γεγονός αυτό, εξαρτάται και η ύπαρξη δημοσιονομικού πλεονάσματος ή δημοσιονομικού ελλείμματος στον Προϋπολογισμό.
Με διαφορετική διατύπωση και με οικονομικούς όρους, η Εθνική Αποταμίευση ισούται με το εισόδημα μιας χώρας, μετά την αφαίρεση της ιδιωτικής και της κρατικής κατανάλωσης.
Η αποταμίευση συνδέεται άμεσα με το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της χώρας, που είναι ένας από τους σημαντικότερους λογαριασμούς, ο οποίος τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου καταγράφονται όλες οι οικονομικές συναλλαγές της χώρας μας με τις υπόλοιπες χώρες του εξωτερικού, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως μέσα σε ένα χρόνο, αντανακλώντας έτσι, τόσο τις παραγωγικές δυνατότητες όσο και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Δηλαδή, στον λογαριασμό αυτόν καταγράφονται αναλυτικά όλες οι εισπράξεις και οι πληρωμές κεφαλαίων της χώρας μας σε συνάλλαγμα.
Επομένως, όταν μία χώρα παρουσιάζει πλεόνασμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, αυτό σημαίνει, ότι οι αποταμιεύσεις της χώρας αυτής υπερβαίνουν τις επενδύσεις και, επομένως, η χώρα αυτή αγοράζει περιουσιακά στοιχεία – υλικά ή άυλα – από άλλες χώρες, όπως π.χ. χρεόγραφα και διάφορους άλλους τίτλους, ενώ παράλληλα χορηγεί δάνεια σε χώρες που έχουν ελλείμματα, δια μέσου της αγοράς ομολόγων.
Δηλαδή, η χώρα αυτή στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα εμφανίζεται ως πιστωτής. Αντίθετα, όταν μία χώρα παρουσιάζει έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών – όπως ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας επί σειρά ετών -αυτό σημαίνει ότι οι αποταμιεύσεις μας υπολείπονται των επενδύσεων και, επομένως, η χώρα μας αναγκάζεται να πουλάει περιουσιακά στοιχεία σε άλλες χώρες και, παράλληλα, να λαμβάνει δάνεια, εκδίδοντας τίτλους, συνήθως ομόλογα, είτε κρατικών είτε ιδιωτικών επιχειρήσεων και οργανισμών, όπως ακριβώς συμβαίνει στις μέρες μας.
Δηλαδή, ένα μέρος των επενδύσεων – οι επιπλέον, ώστε οι αποταμιεύσεις να ισούνται με τις επενδύσεις της χώρας μας – χρηματοδοτείται μέσω του εξωτερικού δανεισμού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειμμα στο Εμπορικό μας Ισοζύγιο. Επομένως, η χώρα μας, στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα εμφανίζεται ως χρεώστης (οφειλέτης).
Κατά συνέπεια, όταν η Αποταμίευση (Εθνική) υπολείπεται της Επένδυσης (Εγχώριας Επενδυτικής Δαπάνης), τότε ένα μέρος της επένδυσης χρηματοδοτείται μέσω του εξωτερικού δανεισμού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, δεδομένου ότι το εμπορικό ισοζύγιο – το οποίο περιλαμβάνει τις εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών – συμπεριλαμβάνεται στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών.
Δηλαδή, εδώ, ο εξωτερικός δανεισμός, αναλαμβάνει να καλύψει την αρνητική διαφορά Αποταμιεύσεων – Επενδύσεων στη χώρα μας. Για αυτό, τα δημοσιονομικά ελλείμματα που συνδέονται με τα ελλείμματα στο εμπορικό Ισοζύγιο και, ευρύτερα, στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, ονομάζονται και δίδυμα ελλείμματα.
Επομένως, ως λαός, είμαστε εξαρτημένοι από τις εισαγωγές και, συνεπεία αυτών, είμαστε αναγκασμένοι να καλύπτουμε τις καταναλωτικές μας ανάγκες με ξένους (δανεικούς) πόρους για τις αθρόες εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από όσα παράγουμε και, αυτό βέβαια, οφείλεται στην έλλειψη Ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Συμπερασματικά, όταν υπάρχει έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, αυτό εκφράζει τη διαφορά μεταξύ Εθνικών Αποταμιεύσεων και Εθνικών Επενδύσεων, η οποία (διαφορά) – όπως προαναφέραμε – καλύπτεται κυρίως με εξωτερικό δανεισμό.
Το βασικό σημείο-κλειδί που πρέπει ίσως να γνωρίζουμε είναι ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων και, επομένως, οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις, σε τακτά διαστήματα, είναι ίσες. Στην Οικονομία, όταν αναφερόμαστε ευρύτερα στην Εθνική Αποταμίευση, εννοούμε τις καταθέσεις των Ιδιωτών, τα διαθέσιμα του Δημοσίου, των Δημόσιων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, των Ασφαλιστικών Ταμείων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κ.ά., που αυτά, όλα μαζί, περιλαμβάνονται στο Τραπεζικό Σύστημα, μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται οι Επενδύσεις.
Από την παραπάνω συνοπτική ανάλυση, διαπιστώνουμε το μέγεθος της χρησιμότητας της Εθνικής Αποταμίευσης, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ανεπάρκεια αυτής μας οδηγεί σε εξωτερικό δανεισμό και, κατ’ επεκταση, στην αύξηση του δημοσίου χρέους.
Ωστόσο, αξίζει ακόμη να αναφερθούν και τα θετικά οφέλη της Αποταμίευσης, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο νοικοκυριών, δεδομένου ότι η ατομική αποταμίευση αποτελεί σχεδόν σε όλους μας μία πράξη διαχείρισης, τόσο για την αγορά κάποιων περιουσιακών στοιχείων όσο και για την κάλυψη τυχόν μελλοντικών μας κινδύνων, όπως για παράδειγμα συνέβη στο παρελθόν, όπου ένα σημαντικό μέρος των συμπολιτών μας τις ημέρες της οικονομικής κρίσης – η οποία επιδεινώθηκε με την πανδημία του κορωνοϊού – δαπανούσε από τα «έτοιμα», δηλαδή από τις αποταμιεύσεις των προηγούμενων χρόνων.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η Αποταμίευση, ως αγαθό, δεν ωφελεί μόνο εκείνο το άτομο που αποταμιεύει – δημιουργώντας ένα «μαξιλάρι» ασφαλείας – αλλά και το κοινωνικό σύνολο, αφού συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, δηλαδή στην αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και, κατά συνέπεια, στην αύξηση του εισοδήματος, και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.