Το ελληνικό «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής περιόδου

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής.

Η χώρα είχε καταστραφεί από τις πολεμικές συγκρούσεις, και οι υποδομές της ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Επιπλέον, ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε μεταξύ 1946 και 1949 επιδείνωσε την κατάσταση, αφήνοντας πίσω του φτώχεια, ερείπια, και μια βαθιά κοινωνική αναταραχή.

Όμως, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας που ακολούθησε από τη δεκαετία του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν θεαματική. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της περιόδου αυτής υπερ τριπλασιάστηκε, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 7%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε, σε ορισμένες περιόδους, περισσότερο από 10% ετησίως. Αυτή η ανάπτυξη, που ήταν η δεύτερη παγκοσμίως μετά από εκείνη της Ιαπωνίας, βελτίωσε σταδιακά το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων και μείωσε την ανεργία.

Αυτό, το ελληνικό «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής περιόδου, αποτελεί μία από τις πιο εντυπωσιακές περιόδους οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία της χώρας μας, γιατί κατάφερε να μετατρέψει μια κατεστραμμένη οικονομία, σε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ευρώπη.

Κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στο «οικονομικό θαύμα»
– Η ανασυγκρότηση μετά τον πόλεμο: Μετά τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, η χώρα βρισκόταν σε ερείπια, και η ανάγκη για ανασυγκρότηση ήταν επιτακτική. Η κυβέρνηση έθεσε ως βασική προτεραιότητα την ανοικοδόμηση των υποδομών και την ανάκαμψη της οικονομίας.

– Η αμερικανική βοήθεια, μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ: Η βοήθεια που έλαβε η Ελλάδα μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν καθοριστική. Τα κεφάλαια αυτά, αρχικά 376 εκ.δολάρια και συνολικά περίπου 1,7 δισ.δολάρια, χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση των υποδομών, την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ενίσχυση του αγροτικού τομέα.

– Η νομισματική σταθερότητα: Η κυβέρνηση της εποχής εκείνης υιοθέτησε μέτρα για τη σταθεροποίηση της δραχμής, αφού πρώτα, το 1953, ορίστηκε η ισοτιμία της δραχμής προς το δολάριο, 30 δρχ. προς ένα δολάριο. Η Πολιτική αυτή της σταθερής ισοτιμίας του νομίσματός μας – που διήρκεσε μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973, οπότε ακολούθησε διψήφιος αριθμός πληθωρισμού – περιόρισε τον πληθωρισμό και βοήθησε στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, με ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, που ευνοούσε την ανάπτυξη.

– Οι επενδύσεις σε υποδομές: Οι ελληνικές κυβερνήσεις επένδυσαν σημαντικά στα δημόσια έργα, σε κατασκευές δρόμων, λιμανιών, και άλλων υποδομών, που ήταν απαραίτητα για τη βιομηχανική ανάπτυξη. Αυτές οι υποδομές διευκόλυναν το εμπόριο και τις μεταφορές, ενώ, παράλληλα, βοήθησαν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

– Η εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση: Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από μία ραγδαία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση. Οι κυβερνήσεις προώθησαν τη βιομηχανία μέσω πολιτικών ενίσχυσης και παροχής κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις. Οι επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία, όπως η ναυπηγική και η μεταλλουργία, οδήγησαν στην αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών, δημιουργώντας παράλληλα, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας, νέες θέσεις εργασίας.

Η ταχεία, αυτή, εκβιομηχάνιση της χώρας, οδήγησε στην αστυφιλία, όπου ο πληθυσμός άρχισε να συγκεντρώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στην Αθήνα, που υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εργασίας. Έτσι, η ελληνική κοινωνία άρχισε να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά, από αγροτική σε αστική.

– Ο Τουρισμός: Ο Τουρισμός άρχισε να αναπτύσσεται σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1960, προσελκύοντας κεφάλαια και νέες θέσεις εργασίας, αποτελώντας έτσι μέχρι σήμερα, έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.

– Η Ναυτιλία: Η ανάπτυξη του Τουρισμού και της Ναυτιλίας, δύο τομέων που αποδείχθηκαν εξαιρετικά κερδοφόροι για την ελληνική οικονομία, με τους λεγόμενους άδηλους πόρους, συνέβαλαν στην εισροή ξένου συναλλάγματος και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο ελληνικός εφοπλισμός, άρχισε να κυριαρχεί παγκοσμίως, καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις.

– Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις: Οι τότε κυβερνήσεις, προώθησαν σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που περιελάμβαναν την απελευθέρωση του εμπορίου, την παροχή κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, και την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας. Η πολιτική σταθερότητα που ακολούθησε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ήταν κρίσιμη για την εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων.

Όμως, η περίοδος αυτή, του «οικονομικού θαύματος», έληξε στις αρχές περίπου του 1973, με την παγκόσμια ενεργειακή κρίση, τον διψήφιο αριθμό πληθωρισμού και, εν μέρει, με τις πολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν στη χώρα μας. Την περίοδο που ακολούθησε, η οικονομία μας άρχισε να επιβραδύνεται και να εισέρχεται σε στασιμότητα.

Ωστόσο, παρά την οικονομική ανάπτυξη, οι κοινωνικές επιπτώσεις του «οικονομικού θαύματος» δεν ήταν ομοιόμορφα θετικές. Η οικονομική ανάπτυξη οδήγησε μεν σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου, με την άνοδο της μεσαίας τάξης και τη μείωση της φτώχειας, όμως συγχρόνως, δημιούργησε εισοδηματικές ανισότητες, καθώς και υπερβολική εξάρτηση από τα ξένα κεφάλαια.

Επιπλέον, η ταχεία αστικοποίηση και η μετανάστευση από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, τροφοδότησε την αστική εξάπλωση και την πληθυσμιακή συγκέντρωση στην Αθήνα.

Εν τέλει, η περίοδος 1950-1973 μεταμόρφωσε ριζικά τη χώρα μας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα από μία φτωχή αγροτική οικονομία να εξελιχθεί σε μία σύγχρονη, βιομηχανοποιημένη χώρα, που έθεσε τα θεμέλια για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη μετατροπή της σε μια σύχγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία.

Το ελληνικό «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής περιόδου αποτελεί ένα παράδειγμα ταχείας οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης. Παρά τις προκλήσεις και τις κοινωνικές εντάσεις που προκάλεσε η περίοδος αυτή, κατέδειξε τις δυνατότητες που μπορεί να προκύψουν από τον υγιή εξωτερικό επενδυτικό παράγοντα, τον συνδυασμό επενδυτικών συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των αναγκαίων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, και από την αξιοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας.

Η κληρονομιά αυτής της περιόδου, αποτελεί ένα κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της χώρας, που μας διδάσκει για τη δύναμη της θέλησης, την αξία της συνεργασίας και, κυρίως, για τη μεγάλη σημασία της οικονομικής ανάπτυξης, που οδηγεί στην ευμάρεια.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *