Σύμφωνα με τη Eurostat, ως δημόσιο χρέος ορίζεται: το συνολικό ακαθάριστο χρέος, στην ονομαστική του αξία, που εκκρεμεί στο τέλος του έτους, ενοποιημένο εντός και μεταξύ των τομέων του κατά την ευρεία έννοια Δημοσίου (κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και ταμεία κοινωνικής ασφάλισης τα οποία αποτελούν τη Γενική Κυβέρνηση).
Επομένως, το δημόσιο χρέος είναι το συνολικό απόθεμα των ακαθάριστων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης (ή, ισοδύναμα, το σύνολο των απαιτήσεων τρίτων έναντι της Γενικής Κυβέρνησης), στο τέλος της περιόδου.
Το αντίστοιχο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης τα δύο τελευταία χρόνια ήταν:
• Το 2022, 356,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό στο 172,6% του ΑΕΠ, και
• Το 2023, 357,7 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 160,1% του ΑΕΠ.

Διευκρινίζεται, ότι τα στοιχεία του πίνακα αφορούν το ακαθάριστο δημόσιο χρέος ή Χρέος Κεντρικής Διοίκησης, το οποίο διαφέρει από το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης.
Για να προκύψει το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, από το συνολικό δημόσιο χρέος, αφαιρούνται:
η ονομαστική αξία των κρατικών ομολόγων, που κατέχουν ασφαλιστικά ταμεία και οι ΟΤΑ και άλλοι δημόσιοι φορείς. Πρόκειται,δηλαδή, για το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος.
Επομένως, η Γενική Κυβέρνηση συνίσταται από την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ Α’ και Β’ Βαθμού) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ).
Εκείνο που παρατηρούμε στον πίνακα, είναι ότι το δημόσιο χρέος σε απόλυτους αριθμούς, μεταξύ του 1980 και του 1990 σχεδόν 15πλασιάστηκε και από 1,7 δισ. έφτασε τα 29,9 δισ., ενώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 28,6% έφτασε στο 80,7%., δηλαδή αυξήθηκε 3,5 φορές περίπου. Στην αύξηση αυτή του χρέους συνέβαλε και ο πολύ υψηλός πληθωρισμος, που κυμαινόταν μεταξύ 25 και 30 τοις εκατό, λόγω των πετρελαϊκών κρίσεων που προηγήθηκαν στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κρατώντας πολύ υψηλά και τα επιτόκια δανεισμού.
Ωστόσο, και τα επόμενα χρόνια, το δημόσιο χρέος συνέχισε να καλπάζει, ακολουθώντας μία ραγδαία και αλματωδη πορεία, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και στη σχέση του χρέους προς το ΑΕΠ.
Στον πίνακα, γίνεται εμφανής και η απότομη αύξηση του χρέους που προέκυψε μεταξύ των ετών 2021 και 2022 κατά 50 δισ. ευρώ, το οποίο όμως προήλθε από το δάνειο των 50,1 δισ.ευρώ που έλαβε η χώρα μας, ως βοήθεια για την πανδημία, που, κατά γενική ομολογία, διανεμήθηκε από την κυβέρνηση ανορθόδοξα και, επομένως, άδικα.
Μικρή μείωση στα 405,5 δισ. ευρώ εμφάνισε το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης το πρώτο τρίμηνο του 2024, από τα 406,5 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς.
Αντίστοιχα, και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2024 υποχώρησε στα 356,05 δισ. ευρώ από τα 357,7 δισ.ευρώ, προσεγγίζοντας το 152% του ΑΕΠ.
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, με βάση το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης υπολογίζεται ο δείκτης Χρέους προς ΑΕΠ και, επομένως, είναι αυτός που χρησιμοποιούν οι «αγορές».
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν το 2023 στα 19,4 δισ. ευρώ από 21,2 δισ. ευρώ, αντίστοιχα.
Σημειώνεται, ότι στα διαθέσιμα αυτά συμπεριλαμβάνεται και το λεγόμενο «σκληρό μαξιλάρι» (cash buffer) των 15,7 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, από το συνολικό χρέος, μόνο το 26% είναι διαπραγματεύσιμο στη δευτερογενή αγορά και, επομένως, ως μικρό ποσοστό, δεν δημιουργεί κινδύνους, ενώ το υπόλοιπο 76% αφορά τα διακρατικά δάνεια των μνημονίων, δηλαδή βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών, με «κλειδωμένα» χαμηλά επιτόκια.
Συγκεκριμένα, τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης (ESM) ανέρχονται σε 227 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 7,2 δισ. ευρώ αφορούν ειδικά και διακρατικά δάνεια.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί και η μείωση τού συνολικού χρέους με το «κούρεμα», κατά 137 δισ. ευρώ, του 2012.
Ως γνωστόν, το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε την εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων που διακρατούσε ο ιδιωτικός τομέας με νέα ομόλογα, με παράλληλη περικοπή της ονομαστικής αξίας κατά 50%. Πρόκειται, δηλαδή, για το γνωστό «κούρεμα» ή PSI, του μεγαλύτερου αναλογικά κουρέματος χρέους που έγινε παγκοσμίως στη σύγχρονη ιστορία που, όμως, αποτέλεσε τη σκληρότερη παρέμβαση στην οικονομία και την εφιαλτικότερη ενέργεια κατά της περιουσίας, μέσω της αφαίμαξης των ομολόγων του δημοσίου και των αντίστοιχων ομολόγων που διακρατούσαν οι ιδιώτες, τα ασφαλιστικά ταμεία και οι τράπεζες.
Συγκεκριμένα, το πρώτο δίμηνο του 2012 ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα αυτό. Όπως προκύπτει από την έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος «Το Χρονικό της Κρίσης: 2010-2013», το συνολικό καθαρό όφελος (μείωση του χρέους) των 137,9 δισ. ευρώ που προέκυψε από το «κούρεμα» μετριάστηκε σημαντικά λόγω:
α) της ανάγκης για ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με έκδοση νέου χρέους ύψους 41 δισ. ευρώ εντός του 2012,
β) του δανεισμού ύψους 11,3 δισ. ευρώ για την επαναγορά χρέους το Δεκέμβριο,
γ) του γεγονότος ότι η μείωση της αξίας των ομολόγων που διακρατούσαν τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία ή άλλοι φορείς, ύψους 16,2 δισ. ευρώ, δεν οδήγησε σε μείωση του χρέους, επειδή επρόκειτο για ενδοκυβερνητικό χρέος,
δ) του δανεισμού 4,5 δισ. ευρώ για την παροχή ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) στα ασφαλιστικά ταμεία, ως αντισταθμικού οφέλους έναντι της μείωσης των απαιτήσεων που υπέστησαν,
ε) της ανάγκης δανεισμού 11,9 δισ. ευρώ για την κάλυψη του ελλείμματος του 2012, και
στ) των λοιπών υποχρεώσεων του Δημοσίου (π.χ. πληρωμές στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), πληρωμές παλαιών οφειλών κ.λπ.), συνολικού ύψους 1,9 δισ. ευρώ.
Τελικά, το καθαρό αποτέλεσμα όλων αυτών των συναλλαγών, ήταν η μείωση του χρέους εντός του 2012, μόνο κατά 51,2 δισ. ευρώ.
Ιστορικά, αναπολούμε το ελληνικό οικονομικό «θαύμα», που ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά τη μεταπολεμική περίοδο.
Ο όρος «ελληνικό οικονομικό θαύμα» έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τον εντυπωσιακό ρυθμό οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Ελλάδας από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Μεταξύ του 1950 και του 1975, ο μέσος όρος οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας κυμαινόταν γύρω στο 7%, όντας ο δεύτερος στον κόσμο, μετά από αυτόν της Ιαπωνίας.
Οι πολύ υψηλοί αυτοί ρυθμοί ανάπτυξης που παρατηρήθηκαν τη δεκαετία του 1950, πολλές φορές ξεπερνώντας το 10%, στηρίχθηκαν στη ραγδαία βιομηχανική παραγωγή, η οποία αυξανόταν κατά 10% ετησίως, για πολλά χρόνια, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960.
Αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Η Ελλάδα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία που έχει τα επόμενα 3-4 χρόνια, με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, τους πόρους του ΕΣΠΑ προς τις περιφέρειες και τους πόρους της Κοινής Αγροτικής Παραγωγής (ΚΑΠ), συνολικού ύψους 70 δισ. ευρώ περίπου, στοχεύοντας στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα βασίζονται σε ένα ανταγωνιστικό, βιώσιμο, εξωστρεφές και αποτελεσματικό μοντέλο ανάπτυξης, με στόχο την αύξηση του ΑΕΠ και της ευημερίας των πολιτών.