Η προσπάθεια που γίνεται από τους φορολογούμενους για φοροδιαφυγή είναι καθολικό φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σε όλες τις χώρες του κόσμου, σε άλλες λιγότερο και σε άλλες περισσότερο, γιατί ο φόρος γενικά θεωρείται από πολλούς ότι αποτελεί ξένο σώμα, το οποίοι οι φορολογούμενοι προσπαθούν με διάφορους τρόπους να το αποβάλουν.
Με τον όρο Φοροδιαφυγή, εννοούμε την παράνομη αποφυγή του φορολογικού βάρους, η οποία πραγματοποιείται σε όλους τους φόρους, τόσο στους άμεσους όσο και στους έμμεσους, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική έκταση, ανάλογα με τη φύση και το μέγεθος του φόρου.
Έτσι, στους άμεσους φόρους, η φοροδιαφυγή διαπράττεται κατά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, όπου οι φορολογούμενοι των Φυσικών και Νομικών Προσώπων παρουσιάζουν εισοδήματα μικρότερα των πραγματικών. Το ίδιο συμβαίνει και στην ακίνητη περιουσία, όπου οι φορολογούμενοι αναγράφουν στις δηλώσεις του εντύπου Ε9, είτε εισοδήματα χαμηλότερα των εισπραττομένων, είτε περιουσιακή αξία μικρότερη της πραγματικής.
Στους έμμεσους φόρους, η φοροδιαφυγή διαπράττεται κυρίως στον ΦΠΑ, κατά τη διάρκεια των συναλλαγών στα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, στους εισαγωγικούς δασμούς, στους φόρους πολυτελείας, καθώς και στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των πετρελαιοειδών, του οινοπνεύματος και του καπνού.
Παράγοντες που προσδιορίζουν την τάση για φοροδιαφυγή
Η τάση για φοροδιαφυγή προσδιορίζεται συνήθως:
– Από το μέσο επίπεδο πολιτικής αγωγής και μορφώσεως του πληθυσμού κάθε χώρας.
Εδώ, παρατηρείται ότι, όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο αυτό τόσο λιγότερο κατανοείται από τους πολίτες η αναγκαιότητα και η σπουδαιότητα του φόρου, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου της χώρας.
– Από τον βαθμό της φορολογικής επιβάρυνσης του πολίτη.
Εδώ, παρατηρείται ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης επιτείνει την τάση για φοροδιαφυγή, γιατί, “όσο ανέρχεται το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης τόσο κατέρχεται το επίπεδο της φορολογικής ηθικής”. (Heinrich Popitz, Γερμανός κοινωνιολόγος, 1925-2002).
‘Αλλωστε, για τους φορολογούμενους, η φοροδιαφυγή αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα, η οποία τίθεται αμέσως σε λειτουργία όταν η πίεση του φόρου είναι υπερβολική.
– Από τον τρόπο, με τον οποίο δαπανούνται από το κράτος τα φορολογικά έσοδα.
Έτσι, όταν σε μια χώρα οι πολίτες διαπιστώνουν ότι γίνονται μεγάλες σπατάλες στη Δημόσια Διοίκηση, ή ότι κάποιοι χρηματίζονται ή ακόμη ότι ενεργούνται δημόσιες δαπάνες μειωμένου κοινωνικού οφέλους, π.χ. ότι εκτελούνται έργα άχρηστα, ενώ οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να διατεθούν για την κατασκευή άλλων κοινωφελών έργων μεγαλύτερης χρησιμότητας, τότε (οι φορολογούμενοι)) θεωρούν ότι διευκολύνουν τους επιτήδειους στη διενέργεια σπαταλών και διασπάθισης δημοσίου χρήματος και, κατά κάποιο τρόπο , γίνονται και αυτοί συνεργοί στις κρατικές αυτές σπατάλες. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν πως σε ένα διεφθαρμένο κράτος η φοροδιαφυγή αποτελεί μια λογική αντίδραση.
– Από το μέγεθος της τάσης των φορολογουμένων για φοροδιαφυγή.
Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των φορολογικών αρχών, καθώς και από τα μέσα και τους μηχανισμούς που οι φορολογικές αρχές διαθέτουν.
Συνέπειες της Φοροδιαφυγής
‘Όπως προαναφέραμε, ο φόρος θεωρείται από πολλούς ότι αποτελεί ξένο σώμα στον φορολογούμενο, ο οποίος προσπαθεί να τον αποβάλει, μέσω της φοροδιαφυγής. Επομένως, η φοροδιαφυγή έχει πολλές και ποικίλες ανεπιθύμητες συνέπειες, οι κυριότερες των οποίων είναι:
— Η άδικη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Η αδικία αυτή δημιουργείται με τη διαφοροποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης φορολογουμένων που έχουν την ίδια φορολογική ικανότητα.
Ετσι, π.χ. ένας μισθωτός ή συνταξιούχος που έχει το ίδιο εισόδημα με έναν μικρό επιχειρηματία, φορολογείται για ολόκληρο το πραγματικό εισόδημα του, σε αντίθεση με τον επιχειρηματία ή οποιοδήποτε άλλον ελεύθερο επαγγελματία του ιδίου εισοδήματος, ο οποίος μπορεί να αποκρύψει ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους.
– Η δημιουργία ανισότητας στους όρους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων.
Εδώ, έχουμε περιπτώσεις νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού.
Ετσι, π.χ. όταν μία παραγωγική επιχείρηση κάνει φοροδιαφυγή και στο φόρο εισοδήματος και στους έμμεσους φόρους, τότε εμφανίζει, λογιστικά, μικρότερο οριακό κόστος σε κάθε επίπεδο παραγωγής και, συγχρόνως, μεγαλύτερη οριακή πρόοδο. Κατά συνέπεια, η επιχείρηση αυτή επιτυγχάνει ισότητα οριακού κόστους και οριακής προσόδου σε υψηλότερο επίπεδο παραγωγής και ακαθάριστων εσόδων.
Αντίθετα, μια άλλη ανταγωνίστρια, περίπου ίδιου μεγέθους επιχείρηση, η οποία δεν κάνει φοροδιαφυγή, επιτυγχάνει την ισότητα οριακού κόστους και οριακής προσόδου σε χαμηλότερο επίπεδο παραγωγής και εσόδων.
Τελικά, η επιχείρηση που φοροδιαφεύγει γίνεται περισσότερο ανταγωνιστική, αποκτά δηλαδή συγκριτικό πλεονέκτημα και, έτσι, πουλά τα προϊόντα της σε χαμηλότερη τιμή, σε αντίθεση με την επιχείρηση εκείνη που δεν φοροδιαφεύγει. Συνεπώς, η επιχείρηση που φοροδιαφεύγει αποκτά μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
– Το κράτος, για να αναπληρώσει την απώλεια των φορολογικών εσόδων, προβαίνει στην ύψωση των φορολογικών συντελεστών, είτε του φόρου εισοδήματος, είτε και του ΦΠΑ, οι οποίοι στην πραγματικότητα πλήττουν τα ασθενέστερα νοικοκυριά.
Με το μέτρο αυτό, επέρχεται σε όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων μία δυσβάσταχτη φορολογική επιβάρυνση, η οποία και τους εξωθεί σε μεγαλύτερη φοροδιαφυγή.
Επομένως, εδώ, το ίδιο το κράτος αποβαίνει σε βάρος της οικονομικής λειτουργίας του φόρου. Και σύμφωνα με το ρηθέν από τον Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937), Ιταλό φιλόσοφο και πολιτικό, Μαρξιστή – Λενινιστή, “ο φόρος σκοτώνει τον φόρο”, δηλαδή, ο υπερβολικός φόρος, δημιουργεί τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τα έσοδα του κράτους, σύμφωνα και με την καμπύλη Laffer, που ανέλυσα σε προηγούμενο άρθρο μου.
– Το κράτος αναγκάζεται να επιβάλλει πρόσθετα φορολογικά βάρη στους συνεπείς φορολογούμενους, για να αναπληρώσει την απώλεια των φορολογικών του εσόδων.
Η επιβολή από την πολιτεία πρόσθετων φορολογικών βαρών στους συνεπείς φορολογούμενους, παραβιάζει την εκ του νόμου “αρχή της ισότητας των φορολογικών βαρών”, με αποτέλεσμα να δημιουργεί στους πολίτες εισοδηματικές ανισότητες. Η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας πηγάζει από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία κάθε πολίτης πρέπει να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες.
– Η πολιτεία αναγκάζεται να προσφύγει σε μεγαλύτερη έκταση στους έμμεσους φόρους, οι οποίοι πλήττουν τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Όπως είναι γνωστό, οι έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στα καταναλωτικά προϊόντα, αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές τους, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στον υποβιβασμό του βιοτικού επιπέδου των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων του πληθυσμού, σε αντίθεση με τους άμεσους φόρους, οι οποίοι, κατά κανόνα, επιβαρύνουν τα μεσαία και μεγάλα εισοδήματα.
Επομένως, στις χώρες, όπως και στη δική μας, όπου το φορολογικό σύστημα κυριαρχείται από τους έμμεσους φόρους, αυξάνονται οι εισοδηματικές ανισότητες και μειώνεται το πραγματικό εισόδημα των χαμηλών στρωμάτων του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τις ανεπτυγμένες-προηγμένες χώρες, όπου το φορολογικό σύστημα κυριαρχείται από την άμεση φορολογία, που θεωρητικά αλλά και πρακτικά κρίνεται πιο δίκαιο.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο Ελληνικό φορολογικό σύστημα ο φόρος εισοδήματος Φυσικών Προσώπων αποδίδει το 15%, εναντι 23% του μέσου όρου στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ των Νομικών Προσώπων αποδίδει το 6% έναντι του 10% στον ΟΟΣΑ. Στους δε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, οι οποίοι επιβαρύνουν περισσότερο τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα ανέρχονται στο 19%, έναντι του 13% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Αξίζει να αναφερθεί ακόμη, ότι στη χώρα μας το 70% των φορολογουμένων δηλώνει εισόδημα κάτω από το αφορολόγητο όριο, ενώ οι 2 στους 3 επαγγελματίες δηλώνουν στα εισοδήματά τους, μόνο ζημιές.
Αλλά, και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, η φοροδιαφυγή στη χώρα μας μόνο από τον ΦΠΑ το 2021 υπολογίστηκε στα 5.350 δισ. ευρώ, ενώ τη χρονική περίοδο 2010-2020 υπολογίστηκε γύρω στα 120 δισ. ευρώ.
Γι’ αυτό, από μερίδα Ευρωπαίων και Ελλήνων οικονομολόγων υποστηρίζεται ότι, στη χώρα μας, με την έμμεση φορολογία, οι φτωχοί χρηματοδοτούν τους πλούσιους.
– Η μεγαλύτερη, ίσως, συνέπεια της φοροδιαφυγής είναι αυτή που οδηγεί στη μείωση των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού, στην αύξηση δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και, κατ’ επέκταση, λόγω του δανεισμού, στην αύξηση του Δημοσίου Χρέους, με τα γνωστά σε όλους μας ανεπιθύμητα και οδυνηρά αποτελέσματα, τα οποία βιώσαμε, ως λαός, τα τελευταία χρόνια.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να κατανοήσουμε όλοι μας ότι, η φοροδιαφυγή – η οποία αποτελεί το “εθνικό σπορ” των Ελλήνων και ειδικότερα την “Αχίλλειο Πτέρνα”, δηλαδή το αδύνατο σημείο του φορολογικού μας συστήματος – είναι μεταδοτική “ασθένεια” και, επομένως, όταν οι ευσυνείδητοι φορολογούμενοι βλέπουν τους άλλους να φοροδιαφεύγουν, τότε εξεγείρεται η φορολογική τους συνείδηση και, επομένως, υπονομεύεται το επίπεδο της φορολογικής τους ηθικής.