Όπως είναι γνωστό στους ασχολούμενους με τα Οικονομικά, για τη μέτρηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι, οι οποίες είναι αλληλοεξαρτώμενες και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Η πρώτη είναι εκείνη που χρησιμοποιεί ως βάση την Παραγωγή και μετρά την προστιθέμενη αξία ή τα παραγόμενα τελικά αγαθά και υπηρεσίες, η δεύτερη είναι εκείνη που χρησιμοποιεί ως βάση το Εθνικό Εισόδημα (τη Συνολική Προσφορά της Οικονομίας), το οποίο αποκτούν οι πολίτες της χώρας κατά το στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας και η τρίτη είναι η μέθοδος της Εθνικής Δαπάνης (τη Συνολική Ζήτηση της Οικονομίας), κατά την οποία ξοδεύονται τα εισοδήματα των πολιτών, είτε για κατανάλωση, είτε για επενδύσεις, κ.α.
Οι μέθοδοι αυτοί μας οδηγούν, κατά κάποιο τρόπο, στον «ενάρετο κύκλο» της οικονομίας, ο οποίος είναι: Επενδύσεις – Παραγωγή – Εισόδημα – Ζήτηση (Κατανάλωση) – Επενδύσεις – Παραγωγή.
Δηλαδή, οι επενδύσεις δημιουργούν το παραγόμενο προϊόν, το οποίο δημιουργεί το εισόδημα, αυτό με τη σειρά του οδηγεί στη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών και, τέλος, αυτή (η ζήτηση – κατανάλωση), οδηγεί εκ νέου στις επενδύσεις και την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, κ.ο.κ. Η διαδικασία αυτή αποτελεί, κατά κάποιο απλοικό τρόπο, τον λεγόμενο Οικονομικό Κύκλο.
Ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή της μεγέθυνσης της οικονομίας μιας χώρας, στηρίζεται στο βαθμό ανάπτυξης των τριών βασικών τομέων της παραγωγής, που είναι: η πρωτογενής παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, υπέδαφος, κ.α.), η δευτερογενής παραγωγή (βιομηχανία, βιοτεχνία) και η τριτογενής παραγωγή (υπηρεσίες, και εμπόριο). Συνεπώς, μόνο η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας στους τομείς αυτούς, οδηγούν στην αύξηση του συνολικού προϊόντος που παράγεται σε μια χώρα.
Με την ευρύτερη έννοια, η Παραγωγικότητα αποτελεί το λόγο ή τη σχέση μεταξύ των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων (εκροές) και των πόρων ή των μέσων που δαπανήθηκαν για την επίτευξή τους (εισροές). Δηλαδή, η παραγωγικότητα εξαρτάται από τη σχέση ενός παραγωγικού συντελεστή, π.χ. της εργασίας ή του κεφαλαίου, και της ποσότητας του προϊόντος που παράγεται με τη χρησιμοποίησή του.
Όταν, όμως, αναφερόμαστε στην παραγωγικότητα, σε επίπεδο Εθνικού Προϊόντος, συνήθως, εννοούμε την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η Παραγωγικότητα εργασίας είναι η ποσότητα του πραγματικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) το οποίο παράγεται σε μία ώρα εργασίας. Η παραγωγικότητα εργασίας είναι πολύ μεγαλύτερη στην εποχή μας, σε σχέση με εκείνη των προηγούμενων αιώνων, εξαιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι αποτέλεσμα του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή εξαρτώνται από τις γνώσεις και τις ικανότητες των ανθρώπων, από την ανακάλυψη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών (ευρεσιτεχνίες) και, γενικότερα, από την ποιοτική βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο δυνητικά μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων με ανταγωνιστικά προϊόντα, τα οποία προσφέρουν υψηλή αναπτυξιακή αξία, με περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Σημαντικό ρόλο, εδώ, για το σύνολο της Οικονομίας, διαδραματίζει η ανταγωνιστικότητα, η οποία συμβάλλει, με τη σειρά της, στην ικανότητα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτων της χώρας.
Η ικανότητα της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, προκύπτει: από τις επενδύσεις και την αναβάθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, από την ενίσχυση της απασχόλησης, από την περιβαλλοντική προστασία, και από την διαρκή βελτίωση της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα, την αύξηση των μεριδίων της αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συνεπώς, η ανταγωνιστικότητα αποτελεί προϊόν σύνθετων διεργασιών, οι οποίοι δεν περιορίζονται μόνο στο χώρο της οικονομίας, αλλά επεκτείνονται, τόσο στον κοινωνικό όσο και στον περιβαλλοντικό χώρο.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της παραγωγής και παραγωγικότητας, είναι οι κινητήριες δυνάμεις που μπορεί να συμβάλλουν σταδιακά, στην τόνωση της οικονομίας, δηλαδή στην αύξηση των εισοδημάτων και στη μείωση της ανεργίας.
Επομένως, η παραγωγή και παραγωγικότητα, αποτελούν τους σημαντικότερους, ίσως, παράγοντες, ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της βελτίωσης της ευημερίας των πολιτών, με θετικές συνέπειες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την κατασκευή επενδυτικών έργων με πολλαπλά οφέλη μακροπρόθεσμα για την κοινωνία..
Ωστόσο, τον κύριο προωθητικό παράγοντα για την αύξηση της παραγωγής και τη βελτίωση της παραγωγικότητας, αποτελούν οι επενδύσεις, τόσο οι εγχώριες όσο και οι άμεσες εξωγενείς, οι οποίες μας προσφέρουν τεχνογνωσία και σημαντικούς πόρους.
Κοντολογίς, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, επιτυγχάνεται με τις παραγωγικές επενδύσεις, είτε του δημόσιου τομέα, μέσω του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, με τις κατασκευές διαφόρων δημοσίων έργων, κλπ., είτε μέσω του ιδιωτικού τομέα, με τις διάφορες εγχώριες και άμεσες ξένες επενδύσεις, είτε με τη σύμπραξη και των δύο, δηλαδή τη Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), όπως ορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους πόρους των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η χώρα μας, δυστυχώς, έχει δομικό πρόβλημα ανάπτυξης με στρεβλωτικά στοιχεία, όπου βασικοί της εργοδότες είναι το δημόσιο και οι οικογενειακές επιχειρήσεις.
Οι τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την έννοια της ανάπτυξης έχουν άλλη άποψη και δεν εννοούν, ως μεταρρυθμίσεις, να συντηρηθεί αυτό που ισχύει στην Ελλάδα, όπου το 40% περίπου των εργαζομένων είναι αυτοαπασχολούμενοι και η επιχειρηματικότητα είναι κατά 90% οικογενειακή υπόθεση.
Οι τεχνοκράτες υποστηρίζουν ότι, για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης χρειάζεται μεταστροφή τμημάτων της αυτοαπασχόλησης και μετατόπιση του καταναλωτικού μας μοντέλου, σε παραγόμενα εγχώρια προϊόντα. Επίσης, ζητούν τη μετατόπιση τμημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς την επαγγελματική κατάρτιση για τη δημιουργία νέων πόλων ανάπτυξης, μέσω των δεξιοτήτων στην έρευνα και την καινοτομία, που αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές της τεχνολογίας.
Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι, τη δεκαετία 1987-2007, όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης στη χώρα μας προσέγγιζαν το 4% ετησίως, αντί να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα της Οικονομίας, οι παραγωγικοί μας πόροι μετακινήθηκαν από τους υγιείς κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες – οι τιμές των οποίων καθορίζονται σε διεθνές επίπεδο – στους προστατευόμενους κλάδους, όπως π.χ. της οικοδομής και του λιανικού εμπορίου, όπου οι τιμές τους ανέβαιναν παράλληλα με τους μισθούς.
Έτσι, με τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών για καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες και με τις μισθολογικές αυξήσεις που υπερέβαιναν την αύξηση της παραγωγικότητας, δημιουργήθηκε ένα υπέρμετρο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το οποίο το έτος 2008 έφτασε στα 35 δισ. ευρώ, που προσέγγισε το 15% του ΑΕΠ και διόγκωσε υπερβολικά το Δημόσιο Χρέος της χώρας.
Ωστόσο, με τις τρέχουσες προγραμματικές επενδύσεις – μέσω των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 32 δισ. ευρώ – του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δίνεται μία μεγάλη ευκαιρία για ένα ποιοτικό άλμα βιώσιμης ανάπτυξης, στην επιχειρηματικότητα και, γενικότερα, στην οικονομία μας, καθώς και μία μοναδική ευκαιρία, ώστε η χώρα μας να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό των 100 δισ. ευρώ που μας κληροδότησε η 10ετής οικονομική κρίση.
Επειδή, ομως, στην Ελλάδα η εγχώρια αγορά είναι σχετικά μικρή και περιορισμένη και, συγχρόνως, δέχεται πιέσεις από τα εισαγόμενα ξένα προϊόντα – τα οποία είναι υπερδιπλάσια από τα εγχώρια εξαγόμενα -, για να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να αυξηθούν τα εισοδήματα και η ζήτηση εγχώριων προϊόντων, απαιτείται διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, με στροφή στις επενδύσεις εκείνες του Πρωτογενή και Δευτερογενή τομέα που συντελούν, δυναμικά, στην αύξηση των εξαγωγών και στην υποκατάσταση των εισαγωγών. Δηλαδή, απαιτείται ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο με υγιείς επενδύσεις και εξωστρέφεια, τόσο στον Αγροτικό όσο και στον Μεταποιητικό τομέα, που να έχουν ένα μακροχρόνιο ορίζοντα.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία και πρακτική, μία Οικονομία που δεν παράγει, που δεν είναι παραγωγική και, παράλληλα, δεν είναι ανταγωνιστική, δεν αναπτύσσεται. Κατά συνέπεια, για να μπορέσει η χώρα μας να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να αναπτυχθεί, θα πρέπει, ως λαός, να μάθουμε να ζούμε πρωτίστως με αυτά που παράγουμε.
Για να επιτευχθούν όμως οι στόχοι και για να επιτύχουμε γοργούς ρυθμούς βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, με αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, απαιτούνται, όπως προαναφέραμε, παράλληλες δράσεις δυναμικών επενδύσεων, τόσο έγχώριων όσο και ξένων, οι οποίες θα επενεργήσουν συμπληρωματικά, σε συνδυασμό με τις συμπράξεις στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα, μέσω των μεταρρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν με τα μνημόνια από την Ευρωπαϊκή Ένωση , μεταξύ των άλλων, προβλέπονται:
- Αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, με χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση, ώστε να γίνει αυτό διεθνώς ανταγωνιστικό και κοινωνικά πιο δίκαιο για τα νοικοκυριά.
- Αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση.
- Βελτίωση στην ποιότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος και στροφή στους τομείς έρευνας και καινοτομίας.
- Ιδιαίτερη στήριξη στις νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις.
- Ενθάρρυνση του επενδυτικού κλίματος και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ώστε να δοθεί ώθηση στην έρευνα, την καινοτομία, και στον υγιή ανταγωνισμό.
- Αποδοτικότερη λειτουργία στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης, κ. α.
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε, ότι τον κύριο προωθητικό παράγοντα για την αύξηση της παραγωγής και τη βελτίωση της παραγωγικότητας αποτελούν οι επενδύσεις, σε συνδυασμό με την ανταγωνιστικότητα. Γιατί, χωρίς αυτές, δεν παράγεται πλούτος, πρόοδος και ευημερία, δεδομένου ότι, όπως ισχυρίζονται οι οικονομολόγοι, της αύξησης διανομής της “πίτας”, προηγείται η αυξηση της παραγωγής της.
Και, όπως είπε ο Δημοσθένης, στον Α’ Ολυνθιακό του: «δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι, και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων».