Η διανομή του παραγόμενου, σε κάποια χώρα, εισοδήματος επηρεάζει άμεσα τον βαθμό των κοινωνικών ανισοτήτων της και, επομένως, την κοινωνική της συνοχή.
Η διανομή του εισοδήματος εντάσσεται στην ποιοτική διάσταση του επιπέδου ζωής και της ευημερίας της κοινωνίας στο σύνολό της. Έτσι, όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο που λαμβάνει το τμήμα του πληθυσμού με υψηλό εισόδημα, έναντι του του αντίστοιχου τμήματος του πληθυσμού με χαμηλότερο εισόδημα , τόσο διευρύνονται οι εισοδηματικές ανισότητες.
Ο δείκτης ανισοκατανομής του εισοδήματος μετριέται με το λόγο του συνολικού εισοδήματος που λαμβάνει το 20% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, προς εκείνο που λαμβάνει το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Όταν π.χ. ο δείκτης αυτός λαμβάνει μία τιμή 6, τότε συμπεραίνουμε ότι το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6 φορές υψηλότερο από το μερίδιο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Αντίθετα,, όσο μικρότερη είναι η τιμή του δείκτη, τόσο μικρότερη είναι η «ψαλίδα» μεταξύ του πλουσιότερου 20% προς το φτωχότερο 20% του πληθυσμού.
Ο δείκτης αυτός αποτελεί διεθνώς ένα από τα βασικά κριτήρια για τη διαπίστωση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και των κοινωνικών ανισοτήτων σε οποιαδήποτε χώρα.
Ιδιαίτερα, κατά την επιβολή των μνημονίων, τόσο στη χώρα μας όσο και σε ορισμένα άλλα κράτη της Νότιας Ευρώπης, καθώς και με την έκρηξη της πανδημίας, διευρύνθηκε αισθητά η εισοδηματική ανισότητα, σε σύγκριση με τα περισσότερα πλουσιότερα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, όπου αντίθετα σε αυτά η ανισοκατανομή του εισοδήματος δεν επηρεάστηκε.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου κατέχουν περισσότερο πλούτο από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό, σύμφωνα με έκθεση της Oxfam, της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Φιλανθρωπικών Οργανώσεων, η οποία επικεντρώνεται στις ανισότητες και τη φτώχεια.
Το μέγεθος της ανισοκατανομής του εισοδήματος σε κάποια χώρα, προσδιορίζει και τον βαθμό της φτώχειας των νοικοκυριών της.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ο δείκτης του βαθμού φτώχειας αναδεικνύει το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το «όριο της φτώχειας».
Το «όριο της φτώχειας» σε μία χώρα, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζεται στο 60% του διάμεσου εισοδήματος του συνόλου των νοικοκυριών. Πρόκειται δηλαδή για το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
Ο βαθμός φτώχειας υπολογίζεται με δύο αντιπροσωπευτικούς δείκτες και, συγκεκριμένα, από:
α) τον λόγο ορίου φτώχειας πριν από τις κοινωνικές διανομές, ο οποίος αναδεικνύει τις ανισότητες που προκύπτουν από την αρχική διανομή του εισοδήματος και, συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού που κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας, αν δεν υπάρξουν κοινωνικές δαπάνες, και
β) τον λόγο ορίου φτώχειας μετά τις κοινωνικές διανομές, που αναδεικνύει σε πιο βαθμό οι κοινωνικές διανομές περιορίζουν το ποσοστό φτώχειας, το οποίο προκύπτει από την αρχική διανομή του εισοδήματος.
Στον πίνακα που ακολουθεί, όπου παρουσιάζεται ο πληθυσμός των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης του έτους 2020 που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, μετά τις κοινωνικές διανομές. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη από τις τελευταίες θέσεις, με ποσοστό 28,9% επί του συνολικού πληθυσμού. Ακολουθούν η Ρουμανία και η Βουλγαρία, με ποσοστά 30,4 και 32,1 αντίστοιχα.
Ωστόσο, όπως παρατηρούμε στον πίνακα, η χώρα μας καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε κίνδυνο φτώχειας από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, ανεξαρτήτως αν οι αποκλίσεις από ορισμένες χώρες, ακόμη και πολύ ισχυρές, όπως είναι η Γερμανία και η Ισπανία, είναι ελάχιστες. Στις τελευταίες θέσεις της Ελλάδος συνέβαλε καθοριστικά η προηγηθείσα 10ετή οικονομική κρίση, όπου η χώρα μας απώλεσε το 27% περίπου του συνολικού της εισοδήματος (ΑΕΠ). Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας ότι η Ελλάδα, προ κρίσης, συμπεριλαμβανόταν στις 30 χώρες παγκοσμίως με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα.
Ελπίζουμε ότι, με τα νέα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) του έτους 2021 που θα δημοσιευθούν τον επόμενο μήνα, η Ελλάδα θα έχει βελτιωμένη θέση, δεδομένου ότι η οικονομική της ανάπτυξη υπολογίζεται να κυμανθεί μεταξύ του 8-9%, που θα είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν σε αυτά, συνυπολογίσουμε: την αύξηση του κατώτατου μισθού που εκτιμάται ότι σύντομα θα διαμορφωθεί γύρω στα 700 ευρώ, καθώς και τους σημαντικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 32 δις. ευρώ, που θα εισρεύσουν από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βάθος 5ετίας και τα οποία, εφόσον χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, τότε η θέση της χώρας μας θα βελτιωθεί σημαντικά.
Ο απρόβλεπτος όμως παράγοντας τώρα, που απειλεί τις οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος τον περασμένο μήνα άγγιξε το 6,2% στην Ελλάδα και είναι ο υψηλότερος από το 1997.
Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τον υψηλότερο πληθωρισμό από την ίδρυση της Ευρωζώνης, όπως και οι ΗΠΑ, οι οποίες με το 7,2 ξεπέρασαν το υψηλότερο ποσοστό από το 1982 , η δε Γερμανία έφτασε και αυτή στο μεγαλύτερο ποσοστό πληθωρισμού από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εν κατακλείδι, επιβάλλεται η καταπολέμηση της φτώχειας να γίνει αυτοσκοπός, γιατί η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και του ποσοστού φτώχειας, σε συνδυασμό με την ανεργία και ιδιαίτερα με την υψηλή ανεργία των νέων, είναι ικανές να προξενήσουν διαταραχές στην κοινωνική συνοχή και να υπονομεύσουν την δημοκρατία.
Σύμφωνα με τον διάσημο οικονομολόγο Τζον Γκαλμρέιθ, τον σπουδαιότερο Κευνσιανιστή της μεταπολεμικής περιόδου (1908-2006) και έναν από τους κύριους υπερασπιστές του Αμερικανικού φιλελευθερισμού και Προοδευτισμού, « Τα Οικονομικά είναι μία μέθοδος, μία διαδικασία για την άμβλυνση των ανισοτήτων, για μία καλύτερη ζωή των ανθρώπων, για μια κοινωνία της ευημερίας και όχι της αφθονίας για λίγους». ( Το Βήμα, Γιώργος Ρωμαίος, 24/11/2008).
Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, έτους 2020, χωρών της ΕΕ
Χώρες Ευρωζώνης | Ποσοστό % | Εκτός Ευρωζώνης | Ποσοστό % |
Αυστρία | 17,5 | Βουλγαρία | 32,1 |
Βέλγιο | 18,9 | Δανία | 15,9 |
Γαλλία | 18,2 | Κροατία | 23,2 |
Γερμανία | 24 | Ουγγαρία | 17,8 |
Ελλάδα | 28,9 | Πολωνία | 17,3 |
Εσθονία | 23,3 | Ρουμανία | 30,4 |
Ιρλανδία | 20,6 (2019) | Σουηδία | 17,9 |
Ισπανία | 26,4 | Τσεχία | 11,9 |
Ιταλία | 25,6 (2019) | ||
Κύπρος | 21,3 | ||
Λιθουανία | 24,8 | ||
Λετονία | 28,5 | ||
Λουξεμβούργο | 20,9 | ||
Μάλτα | 19 | ||
Ολλανδία | 16,1 | ||
Πορτογαλία | 19,8 | ||
Σλοβακία | 14,8 | ||
Σλοβενία | 15 | ||
Φινλανδία | 16 |
Πηγή : Eurostat ( ΕΛΣΤΑΤ, Ελλάς με αριθμούς, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2021)