οικονομικό πρόβλημα ελεύθερη αγορά

Το κύριο οικονομικό πρόβλημα των κοινωνιών και η «ελεύθερη αγορά»

Το κύριο ή θεμελιώδες οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία και από το οποίο, συνήθως, προέρχονται και τα άλλα οικονομικά προβλήματα, είναι το πώς θα μπορέσουν οι άνθρωποι να ικανοποιήσουν τις απεριόριστες ανάγκες που έχουν, σύμφωνα με τα περιορισμένα μέσα που διαθέτουν.

Δηλαδή, το κύριο οικονομικό πρόβλημα κάθε κοινωνίας προέρχεται από τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του πολύ μεγάλου αριθμού των αναγκών που οι άνθρωποι προσπαθούν να ικανοποιήσουν και του περιορισμένου όγκου των αγαθών που υπάρχουν, ώστε να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες τους.

Κατά συνέπεια, η ουσία του οικονομικού προβλήματος που απασχολεί κάθε κοινωνία, βρίσκεται στη σχετική έλλειψη ή στενότητα των αγαθών. Επειδή, όμως, οι συντελεστές της παραγωγής, που είναι το έδαφος, η εργασία και το κεφάλαιο, δηλαδή, οι πρώτες ύλες, οι εργαζόμενοι, τα μηχανήματα, τα εργοστάσια, κ.λ.π., τα οποία χρειάζονται για να παραχθούν τα αγαθά αυτά είναι περιορισμένα, για να ξεπερασθεί αυτή η έλλειψη αγαθών – στην ουσία των παραγωγικών συντελεστών – προσπαθούν οι άνθρωποι να βλετιώσουν την τεχνολογία τους, να βρουν νέους παραγωγικούς πόρους, να αυξήσουν την οικονομική τους δραστηριότητα, κλπ.

Στην «οικονομία» όμως, συχνά, τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι σύνθετα και αλληλένδετα και επομένως, η επίλυση του ενός μπορεί να προκαλέσει την επιδείνωση του άλλου.

Γι’ αυτό, απαιτείται να γίνονται πολύ προσεκτικές και εξισορροποιητικές παρεμβάσεις από τους ιθύνοντες, για την ικανοποίηση των οικονομικών προβλημάτων των πολιτών τους,

Ωστόσο, η «οικονομία» δεν είναι μόνον αριθμοί και μεγέθη. Είναι προπαντός κλίμα, δηλαδή ψυχολογία, η οποία προσδιορίζει τη συμπεριφορά των καταναλωτών, των αποταμιευτών και κυρίως των επενδυτών, μέσω των οποίων αυξάνονται τα παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες.

Δεν πρέπει, όμως, να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι για τη λύση και την εν γένει αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, απαιτείται στενή και αρμονική συνεργασία μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων.

Οι θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού, για την άμβλυνση των συνεπειών των οικονομικών προβλημάτων, υποστηρίζουν ότι η «ελεύθερη αγορά» είναι το αποδοτικότερο σύστημα για τις εθνικές οικονομίες, αλλά και το δικαιότερο για τους καταναλωτές. Υποστηρίζουν, μάλιστα, σθεναρά, ότι το κέρδος είναι το ισχυρότερο κίνητρο για τους επενδυτές και ότι η αύξηση της παραγωγής, της παραγωγικότητας και ο ανταγωνισμός, διασφαλίζουν χαμηλές τιμές στα παραγόμενα προϊόντα και  υπηρεσίες και επομένως, συμβάλλουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και παράλληλα, στην ευημερία των πολιτών.

Βέβαια, το παγκόσμιο οικονομικό – καπιταλιστικό σύστημα, στηρίζεται στη θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι αγορές τείνουν προς την ισορροπία και επομένως, η θέση της ισορροπίας είναι αυτή που αντιπροσωπεύει την πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων.

Ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790), ο θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας και του οικονομικού φιλελευθερισμού, στο μνημειώδες έργο του «Ο Πλούτος των Εθνών», είχε επισημάνει το ρυθμιστικό ρόλο του ανταγωνισμού και υποστήριζε, ότι τα αλληλοσυγκρουόμενα ατομικά συμφέροντα σε μια κοινωνία έρχονται σε μια κατάσταση ισορροπίας, εξαιτίας του ανταγωνισμού. Η περίφημη «αόρατος χειρ», λοιπόν, της ελεύθερης αγοράς – που χρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορά από τον Ανταμ Σμιθ σε ολόκληρο το έργο του και παρεξηγήθηκε από τους επικριτές του οικονομικού φιλελευθερισμού – όπως υποστήριξε, δεν είναι κάποιος υπερφυσικός μηχανισμός που παρεμβαίνει στην αγορά, αλλά η ίδια η φύση του ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον, συχνά προωθεί τα συμφέροντα που ωφελούν και την κοινωνία.

Γενικά, ο Άνταμ Σμιθ υποστήριξε, ότι σε μια «ελεύθερη αγορά» οι άνθρωποι, συνήθως, τείνουν να παράγουν αγαθά τα οποία επιθυμούν και οι γείτονές τους και ότι αυτό τελικά αποβαίνει προς το συμφέρον όλων.

Ο Αμερικανός Νόαμ Τσόμσκι, ένας από τους διασημότερους εν ζωή φιλοσόφους, στο βιβλίο του «οι έχοντες και οι μη κατέχοντες», υποστήριξε ότι ένα από τα επιχειρήματα του Άνταμ Σμιθ, στο έργο του υπέρ της ελεύθερης αγοράς, ήταν ότι η ελεύθερη αγορά θα οδηγούσε τον άνθρωπο σε μία τέλεια ισότητα συνθηκών και όχι σε μία ισότητα ευκαιριών.

Ο Τζων Γκάλμπρεϊθ (1908-2006), ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους οικονομολόγους στον κόσμο, υπέρμαχος και οπαδός της κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας, ο οποίος μάλιστα άσκησε δριμεία κριτική στην οικονομική πολιτική που ακολούθησαν, στη δεκαετία του 1980, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ, υποστήριξε ότι η οικονομική επιστήμη, όσον αφορά τα προβλήματα της «ελεύθερης αγοράς», πρέπει να αγωνίζεται, για την άμβλυνση των ανισοτήτων, για μια καλύτερη ζωή των ανθρώπων και για μια κοινωνία της ευημερίας και όχι της αφθονίας για τους λίγους. Γιατί, οι οικονομικοί κανόνες της αγοράς, παράγουν το ωφελιμότερο αποτέλεσμα, μόνον όταν κινούνται εντός των ορίων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των αξιών της δημοκρατικής κοινωνίας, και όχι εις βάρος αυτών.

Αλλά και ο προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, διατύπωσε σε μία ομιλία του, ότι «η ελεύθερη αγορά ουδέποτε ήταν συνώνυμο μιας λευκής επιταγής, για να πάρει κανείς όσα μπορεί, με όποιον τρόπο μπορεί».

Ελεύθερη αγορά, στην οικονομική επιστήμη, δεν σημαίνει ασύδοτη αγορά. Ωστόσο, η ανθρώπινη ζωή πρέπει να προστατεύεται και δεν πρέπει να αφήνεται στην ανευθυνότητα των όποιων μηχανισμών της «ασύδοτης» αγοράς.

Δυστυχώς, το σημερινό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, συνεχίζει να προωθεί – παρά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ – την «εικονική» και «άυλη» οικονομία των παράγωγων χρηματοοικονομικών – κερδοσκοπικών προϊόντων και όχι την «πραγματική» και «παραγωγική – υγιή οικονομία», με αποτέλεσμα, αυτό, να λειτουργεί προς όφελος των πολύ λίγων και σε βάρος των πολλών

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *